ΠΥΡΠΟΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΡΑΣΟΒΟΥ

ΠΥΡΠΟΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΡΑΣΟΒΟΥ ΤΟ 1785 ΚΑΙ ΤΟ 1913

Επιμέλεια: Χαρίλαος Γ. Γκούτος

Α. Η πυρπόληση του 1785
Σε χρονογραφική ενθύμηση, που γράφτηκε στην Σαμαρίνα την 20.7.1785, διαβάζουμε ότι λίγο ενωρίτερα είχαν συμβεί τα εξής περιστατικά: Ο Μίτικος έκαμε επιδρομές στα χωριά και, αφού επήγε στο Κεράσοβο, βγήκε έπειτα στις στάνες του χωριού, όπου έτρωγε κριάρια και παπάρες. Ο Κάπας, μόλις έμαθε τούτο στην Κόνιτσα, δυσαρεστήθηκε πολύ, αναχώρησε την νύχτα, έφτασε το πρωί στο Κεράσοβο, έκαψε το χωριό, σκότωσε δυο άτομα και συνέλαβε άλλα δέκα, τα οποία έπειτα τα ελευθέρωσε ολόγυμνα, ενώ ο Μίτικος έφυγε παίρνοντας μαζί του ό,τι είχε και λεηλατώντας στον δρόμο του όποιο χωριό συναντούσε[1].
Βάσει της ενθύμησης αυτής, σε συνδυασμό με συναφείς άλλες πληροφορίες, θεωρώ ότι πιθανότατα η πυρπόληση του Κερασόβου το 1785 έγινε υπό τις εξής συνθήκες: Ο Μίτικος ήταν οπλαρχηγός, καταγόμενος μάλλον από την Κορυτσά, και λεηλατούσε χωριά. Στο Κεράσοβο, όπου επήγε με τους οπλίτες του, συνεργάστηκε με μερικούς τουλάχιστον κτηνοτρόφους, επιδιώκοντας είτε να διαμείνει στις στάνες τους και από εκεί να εξορμάει στα γύρω χωριά για αρπαγές, είτε να πείσει τους Κερασοβίτες να δεχτούν να τους ‘προστατεύσει’ από άλλους  επιδρομείς, δικαιούμενος αμοιβή για το ‘αγαλίκι’ αυτό. Ο Κάπας ήταν ο υπεύθυνος για τη δημόσια τάξη στον καζά της Κόνιτσας και στενοχωρήθηκε  για τη συνεργασία του Μίτικου  με τους κτηνοτρόφους, διότι η παρουσία στο Κεράσοβο του Μίτικου, ως λήσταρχου ή  ως ‘προστάτη’, ήταν επικίνδυνη για τον καζά ή για τον Κουρτ πασά (ο οποίος ήταν προϊστάμενός του και αντιμαχόταν τον πασά της Σκόδρας και τον Αλή Τεπελενλή). Αλλά ο Κάπας, όχι μόνον τιμώρησε τους συνεργασθέντες με τον  Μίτικο Κερασοβίτες, σκοτώνοντας δυο και γυμνώνοντας άλλους δέκα για να τους εξευτελίσει, αλλά και έκαψε το χωριό, ίσως επειδή θεώρησε ως υπεύθυνους όλους τους χωριανούς. Ο Μίτικος, μαζί με το ασκέρι του, μπόρεσε να διαφύγει, συναποκομίζοντας κάμποσα κλοπιμαία και χωρίς να πάθει ζημιά μάλλον.
Σε σουλτανικό φιρμάνι του 1860, σημειώνεται ο ισχυρισμός που πρόβαλαν το 1845 σε δικαστήριο οι Αλβανοί τσιφλικάδες του Κερασόβου ότι το έγγραφο (αυτό) που αποδείκνυε ότι οι πρόγονοί τους ήσαν ιδιοκτήτες του χωριού ‘εκάη μετά της οικίας των’ το 1785[2]. Αυτή η οικία τους που κάηκε τότε, πρέπει να βρισκόταν μέσα στο χωριό, πιθανότατα στην θέση  του παλιού δημοτικού σχολείου, όπου το 1913 (κατά τα εκτιθέμενα παρακάτω υπό Β) υπήρχε η νέα οικία (κούλια) των τσιφλικάδων.
“Ένεκα της ως άνω πυρπολήσεως του Κερασοβου, ασφαλώς πολλές από τις ανέστιες οικογένειές του μετοίκησαν αλλού, πρόσκαιρα ή μόνιμα. Μπορούμε να θεωρήσουμε σχεδόν βέβαιο ότι η εν λόγω πυρπόληση συνετέλεσε στις εξής δύο τουλάχιστον μετοικήσεις που μαρτυρούνται από στοματικές παραδόσεις και από άλλες ενδείξεις: α) Στο χωριό Ντόλος (Βυθός) της Κοζάνης, μέτοικοι από το Κεράσοβο δημιούργησαν την συνοικία Κερασοφάδες, όπου υπήρχαν Κερασοβίτες κατά τα έτη 1818 και 1836 τουλάχιστον[3]. β)Οι κάτοικοι του οικισμού Ράχοβο, που βρισκόταν 3 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Κερασόβου, μετοίκησαν στο Κεράσοβο (όπου έφεραν και εικόνα της Παναγίας ζωγραφισμένη το 1777), επειδή το Ράχοβο ήταν ευπρόσβλητο από κακοποιούς[4]. ‘Όπως, θεωρώ ότι στη δεύτερη τούτη μετοίκηση συνετέλεσε και η δυνατότητα που είχαν οι Ραχοβίτες, μετά την πυρπόληση του 1785, να υποκαταστήσουν στον χώρο του Κερασόβου τις οικογένειές τους που το εγκατέλειψαν  λόγω της πυρπολήσεως εκείνης.

Β. ‘Η πυρπόληση του 1913’
Τον Δεκέμβριο του 1912 το Κεράσοβο επαναστάτησε,  οι δε διακόσιοι περίπου άνδρες του έλαβαν όπλα και ζήτησαν από τον Σιδέρη, Μακεδόνα αρχηγό 30 ανταρτών, να καιροφυλακτεί πλησίον του χωριού. Την 17.1.1913 κατέφθασε τουρκικός στρατός 2.000 ανδρών, κατά διαταγή δε του Σιδέρη, τα γυναικόπαιδα τα επήγαν στη Φούρκα και σε γειτονικά της χωριά[5]. Ο ιερέας του Δίλοφου Κοζάνης την 18.1.1913 έγραψε στο ημερολόγιό του τα εξής: «Το εσπέρας μας ήλθον από το χωρίον Κεράσοβον της επαρχίας Κονίτζης 40 οικογένειες πρόσφυγες, ψυχαί έως 165, με μοσχάρια, βόιδια, γίδια και πρόβατα, και τους εφιλοξενήσαμεν ώρες 36 και έπειτα ανεχώρησαν δια Γρεβενά. Στο χωρίο τους εμβήκεν στρατός τουρκικός και πολίται βασιβοζούκηδες και το ελαφυραγώγησαν[6]
Σύμφωνα με άλλη πηγή, με προτροπή του τσιφλικά Τακή μπέη, οι τσαούσηδες  Κερίμ και Ιζέτ λεηλάτησαν τότε το Κεράσοβο, χρησιμοποιώντας προς τούτο και κατοίκους γειτονικών χωριών που τους αγγάρευσαν[7].
Κατά την εσπέρα της 26.1.1913, ο τουρκικός στρατός, φοβούμενος ότι θα κυκλωθεί από τον ελληνικό στρατό (ο οποίος είχε φθάσει στην Φούρκα από την 21.1.1913) και από τους Έλληνες αντάρτες, άρπαξε όσα χρήσιμα κινητά πράγματα είχαν απομείνει στο Κεράσοβο και αναχώρησε για την Κόνιτσα, αφού προηγουμένως έβαλε φωτιές σε κάποια σημεία του χωριού. Ο ελληνικός στρατός και οι Κερασοβίτες που βρίσκονταν στην Φούρκα, έτρεξαν και προσπάθησαν να σβήσουν τις φωτιές, αλλά διέσωσαν μόνον 40 οικίες, ενώ κάηκαν άλλες 90 και 70 αχυρώνες[8].
Στον κεντρικό ναό, όπου είχαν στρατωνισθεί οι Τούρκοι,  βρέθηκε τότε η εξής επιστολή, γραμμένη από τον μουλιαζίμη (ανθυπολοχαγό) Χουσσίν και απευθυνόμενη προς τους Φουρκιώτες και τους Κερασοβίτες: «Εσείς ελέγατε πως στο Κεράσοβον δεν ημπορεί να εμβεί Οθωμαν. στρατός, είχατε τεργιάξει με κάτι ελληνικά κεφάλια και κρύψεταν τα γενήματα δια να τα φάη ο ελληνικός στρατός μέσα εις τας πίμνιτσες, ημείς όμως που πεινούσαμε τα ευρήκαμε όλα και τα εφάγαμαν εις υγείαν σας και όταν  θα πεινάσωμεν  θα έλθωμεν και εις Φούρκαν και Γρεβενά, επειδή εφάνητε αχάριστοι σας εκάψαμε και τα σπίτια σας, μόνο τες Εκκλησιές  αφήσαμε γιατί είναι βακούφι[9]».
Κατά τα δύο επόμενα έτη, οι Κερασοβίτες έκτισαν και πάλι τις καταστραφείσες οικοδομές, χωρίς καμιά βοήθεια από τον τσιφλικά μπέη. Στη θέση της οικίας (κούλιας) του τσιφλικά κατασκεύασαν σχολείο[10]. Οι κάτοικοι του χωριού το 1911 ήσαν 941, ενώ το 1920 ήσαν 722[11]. Αυτή η πληθυσμιακή μείωση υποδειλώνει ότι κατά τα ενδιάμεσα έτη μετεγκαταστάθηκαν αλλού κάμποσες οικογένειες του Κερασόβου, κυρίως εξ αιτίας της πυρπόλησής του το 1913.






[1] Περισσότερα για την ενθύμηση αυτή βλ. σε μελέτη μου που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ‘ΚΟΝΙΤΣΑ’, τ. 2010, σελ. 413.
[2] Βλ. περιοδικό ‘ΚΕΡΑΣΟΒΟ’, τχ. 119/2011.
[3] Βλ. Α. Πετρονώτης/Β. Παπαγεωργίου, Μαστόροι χτίστες από τα μαστοροχώρια Κόνιτσας, 2008, 625-7.
[4] Κ. Στεργιόπουλος, Ηπειρωτικά Χρονικά,  τ. 1938, 168.
[5] Βλ. Γ. Τσιούμης,  Ιστορία του χωριού Φούρκα της Ηπείρου, 1933, 45-47. Αν. Ευθυμίου, Σελίδες από την ιστορία της Κόνιτσας, 1997, 93. ‘ Ο εκ Σταρίτσιανης γιατρός Μ. Κουτσούκης έγραφε σε επιστολή του (αδημοσίευτη)  την 11.12.1912 ότι οι αντάρτες του Κερασόβου έκαψαν τα δεφτέρια των λογαριασμών του τσιφλικά τους. ‘ Για την ανταρσία των Κερασοβιτών και για τα γεγονότα που εκτίθενται συνοπτικώς παρακάτω, παρέχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες και ο Χ. Χρηστίδης (Πουρνιά Κονίτσης, 1991, 73-79),  μολονότι αφηγείται τα γεγονότα αυτά μετά από δεκαετίες.
[6] Γ. Τσάρας, Μακεδονικά, τ. 1968, 301.
[7] Β. Τζαλόπουλος, ‘Ηπειρωτικόςν Ημερολόγιον η Νέα Ελλάς, 1913, 192.  Δ. Σαμαράς, 2002, 260. Ο εκ Σταριτσιάνης δάσκαλος Γ. Παπαβασιλειάδης έγραψε την 8.3.1913 σε επιστολή του (αδημοσίευτη) ότι ‘οι Τούρκοι , δι’  αγγαρίας πάντων των χωρίων εσήκωσαν από το Κεράσοβο τα γεννήματα και λοιπά λάφυρα’.
[8] Οι πληροφορίες για τις οικίες που κάηκαν ή σώθηκαν ποικίλουν: Κατά τον  Γ. Τσιούμη (ό.π. 50), κάηκαν 90 οικίες, διασώθηκαν δε κάποιες παλιές και φτωχές. Κατά τον Β. Τζαλόπουλο (ό.π. 192), από τις 150 οικίες, διασώθηκαν οι 40. Κατά τον Γ. Βασιλειάδη (ό.π.) , κάηκαν περί τις 100 οικίες. Κατά τον Γ. Σακκά, δικηγόρο του Κερασόβου το 1916, κάηκαν τα ¾ του των οικιών του χωριού (βλ. Σ. Φωτιάδης, Το  Κεράσοβο, 1975, 26). Κατά τον Ευθυμίου (ό.π. 94) κάηκαν 80 περίπου οικίες και 70 αχυρώνες, ενώ γλίτωσαν 40-50 οικίες.
[9] Τζαλόπουλος, ό.π. 207. Ο αφηγητής αυτός, που τότε ήταν φοιτητής της Ιατρικής, λέει ότι αντέγραψε κατά λέξη την ως άνω  επιστολή ( η οποία έπειτα προωθήθηκε στον διοικητή Παπανικολάου), πλην όμως είναι προφανές ότι η επιστολή αλλοιώθηκε ως προς  την ορθογραφία της και ως προς  την διατύπωση μερικών φράσεών της,  έστω κι αν υποτεθεί ότι ο μουλιαεζίμης εγνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα.
[10] Τσιούμης, ό.π. Σακκάς, ό.π.
[11] Βλ. Π. Τζιόβας, Ηπειρ. Ημερολόγιο, τ. 2007, 297, Ι. Λυμπερόπουλος, Κόνιτσα, τ. 1981, 179.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου