ΔΙΕΝΕΞΕΙΣ ΤΩΝ ΚΕΡΑΣΟΒΙΤΩΝ ΜΕ ΤΣΙΦΛΙΚΑΔΕΣ

ΔΙΕΝΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΡΑΣΟΒΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΣΙΦΛΙΚΑΔΕΣ ΤΟΥ

Χαρίλαος Γ. Γκούτος

Τον 19ο αιώνα ή και ενωρίτερα τα περισσότερα χωριά της σημερινής επαρχίας Κόνιτσας διακατέχονταν από Αλβανούς μπέηδες ως τσιφλίκια τους. Όμως, οι γνώσεις μας σχετικά με κάθε ένα από τα τσιφλίκια αυτά είναι λίγες μόνον ή ασήμαντες.
Περισσότερες γνώσεις έχομε για το τσιφλίκι του Κερασόβου, επειδή ως προς αυτό έχουν δημοσιευθεί 4 σουλτανικά διατάγματα (μεταφρασμένα), 10 άλλα επίσημα έγγραφα[1] και κάμποσα άλλα κείμενα με σχετικώς βραχύλογες πληροφορίες. Τα 4 διατάγματα είναι πολύ σημαντικά για τη μελέτη της ιστορίας του Κερασόβου, αλλά και για την ιστορική έρευνα του τσιφλικικού θεσμού, διότι τα παρόμοια διατάγματα που αφορούν στην Ήπειρο τουλάχιστον και διασώθηκαν δεν είναι πολλά.
Η αφήγηση που ακολουθεί βασίζεται στις ως άνω διαγνωστικές πηγές, συνιστά δε  μια πρώτη συνοπτική σύνθεσή τους και αναφέρεται κυρίως στις αλλεπάλληλες διενέξεις που προκλήθηκαν από το 1832 μέχρι το 1938 μεταξύ αφ’ ενός των Κερασοβιτών και αφ’ ετέρου των Αλβανών μπέηδων που ισχυρίζονταν ότι το Κεράσοβο είναι τσιφλίκι τους. Σημειωτέον ότι, για να αντιστοιχηθούν στην χριστιανική χρονολόγηση, προστέθηκαν 584 έτη, αλλά στην αντιστοίχηση μερικά από αυτά ίσως να μην αποδίδονται με ακρίβεια.

1. Τον 17ο αιώνα και μετέπειτα, ιδίως μετά το 1750, το οθωμανικό κράτος αδυνατούσε να αποτρέψει τις ληστείες και τις άλλες αυθαιρεσίες που ταλάνιζαν τους ραγιάδες, γι’ αυτό σε πολλά χωριά εφαρμοζόταν ανεπίσημα το εξής σύστημα ιδιωτικής προστασίας που λεγόταν ‘αγαλίκι’: Ένα χωριό συμφωνούσε εκουσίως ή ακουσίως με κάποιον αγά ή μπέη, που διέθετε ομάδα οπλιτών του, ότι αυτός θα το προστατεύει από εχθρούς και θα λαμβάνει ως αμοιβή το γεώμορο ή ήμορο ή κεσίμι, το οποίο ήταν ίσο με το 1/3 της ποσότητας ή της αξίας της αγροτικής παραγωγής του χωριού.
Συνήθως ο προστάτης αφ’ ενός απαιτούσε συν τω χρόνω να αυξηθεί η αμοιβή του, αφ’ ετέρου θα χορηγούσε στους χωριανούς και τοκογλυφικά δάνεια. Όποιοι χωριανοί αδυνατούσαν να του καταβάλουν τις οφειλές τους αναγκάζονταν να του πωλήσουν τα κτήματά τους ή να φύγουν από το χωριό. Έτσι ο προστάτης μεταμορφωνόταν σε ιδιοκτήτη του χωριού, δηλαδή σε τσιφλικά, ο οποίος εκμίσθωνε στους χωριανούς τα πρώην κτήματά τους και ελάμβανε το γεώμορο (δηλαδή το 1/3 της παραγωγής τους μετά από αφαίρεση των δαπανών τους, αν είχε συμφωνηθεί να βαρύνουν αυτές τους παραγωγούς)[2].
Το 1830 ο Κιουταχής, που ήταν ανώτερος διοικητής της Ηπείρου και άλλων περιοχών, απαγόρευσε τα αγαλίκια και ανακοίνωσε ότι θα εξετάσει στα Γιάννενα τις καταγγελίες που θα γίνονταν από κοινοτάρχες για αγαλίκια και  για αυθαίρετα τσιφλίκια. Η Σταρίτσανη και η Μόλιστα κατήγγειλαν τότε ότι ο Οσμάν μπέης απήγαγε τους κοινοτάρχες τους στην Κόνιτσα, απαιτώντας να δηλώσουν ότι τα χωριά τους ήταν τσιφλίκια του (ενώ δεν ήσαν) και έτσι πέτυχαν να αποφύγουν την τσιφλικοποίησή τους.
2. Οι μπέηδες που ήσαν προστάτες του Κερασόβου απήγαγαν τότε στην Κόνιτσα τον κοινοτάρχη παπα-Γιάννη για τον ίδιο λόγο, αλλά οι Κερασοβίτες δεν διαμαρτυρήθηκαν για την αυθαιρεσία επειδή σκέφτηκαν ‘ας έχομε ένα σκυλί να φυλάγει το χωριό’, δηλαδή ας έχουμε  έναν ‘προστάτη’[3].  Ωστόσο, το 1832 κατήγγειλαν στις αρμόδιες Αρχές τα ακόλουθα: «Ενώ τα εδάφη και οι κατοικίες του χωριού μας ανήκαν, ο μπέης Γιακούπ το 1750 κατέλαβε το χωριό αυθαιρέτως ως κτήμα του και τσιφλίκι του, έκτοτε δε απαιτούσε να του δίνομε κατ’ έτος, ως αγαλίκι, 24 κοσέδες, αξίας ενός πουγκιού (500 γροσίων), καθώς και 150 φορτώματα γεννημάτων (γεωργικών προϊόντων). Μετά τον θάνατό του, ο γιος του Ρουστέμ απαιτεί να του δίνομε τα ίδια και καλλιεργεί  τις γαίες του χωριού. Όμως, σύμφωνα με τις μαρτυρίες μουσουλμάνων σπαχήδων και ραγιάδων γερόντων, το Κεράσοβο δεν ήταν τσιφλίκι, γι’ αυτό παρακαλούμε να αποδώσετε δικαιοσύνη.»[4]
Κατά τα έτη 1832 και 1833, οι Κερασοβίτες έστειλαν στην Πόλη χωριανούς αντιπροσώπους τους για να υποβάλουν στις εκεί Αρχές σχετικές καταγγελίες και αυτοί κατόρθωσαν να λάβουν διαδοχικώς τρία σουλτανικά διατάγματα (ιραδέ). Τα διατάγματα αυτά  διέτασσαν  τον διοικητή της Ηπείρου και τον ιεροδίκη (κατή) της Κόνιτσας να εξετάσουν επιτοπίως την διένεξη μεταξύ των Κερασοβιτών και των μπέηδων σύμφωνα με τους νόμους, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και ότι το Κεράσοβο είναι αυτοκέφαλο και δεν μπορεί να γίνει τσιφλίκι, διότι ένα αρχαίο χωριό όπως είναι το Κεράσοβο απαγορεύεται να χρησιμοποιείται ως τσιφλίκι, αλλά και διότι οι κάτοικοί του πάντοτε κατέβαλλαν αμελλητί στους φοροεισπράκτορες τους έκτακτους φόρους. (αβαρίζ χανεσί) για 19 2/3 οικίες και συνεπώς απαγορεύεται να επιβαρύνονται με πρόσθετους φόρους. Το 1836 ο διοικητής της Ηπείρου, επειδή εξακολουθούσε να αδρανεί, διατάχθηκε με τέταρτο σουλτανικό διάταγμα να ενεργήσει σύμφωνα με το αρχικό διάταγμα, αλλιώς θα θεωρηθεί αδικαιολόγητος.. Λέγεται ότι οι ως άνω απεσταλμένοι δολοφονήθηκαν κατά την επιστροφή τους στο χωριό, αλλά είχαν εξασφαλίσει την διαβίβαση των διαταγμάτων σε αυτό. Ένας από αυτούς πρέπει να ήταν και ο Ν. Τέλης, διότι ο σωζόμενος κατάλογος 81 κτημάτων του εκδόθηκε το 1833 από το κτηματολογικό γραφείο της Πόλης[5].
Παρά ταύτα, ο μπέης Ρουστέμ αφ’ ενός δεν εμποδίστηκε από τον εκάστοτε διοικητή της Ηπείρου να εισπράττει γεώμορο από το Κεράσοβο ως τσιφλικάς και αφ’ ετέρου κατάφερε το 1839 να λάβει σουλτανικό διάταγμα, το οποίο όριζε ότι το Κεράσοβο πρέπει να εξακολουθήσει να εξουσιάζεται όπως εξουσιαζόταν ανέκαθεν.[6]
3. Από το 1786 το Κεράσοβο εξουσιαζόταν όχι μόνο από τους ως άνω μπέηδες, αλλά και από τους Γιαννιώτες Σαϊδήν και Χαϊδάρ που είχαν διοριστεί με σουλτανικό διάταγμα ως σπαχήδες του. Κατά το νόμο, ο σπαχής επόπτευε στον τόπο της αρμοδιότητάς του την εφαρμογή της αγροτικής νομοθεσίας, χορηγούσε τίτλους ιδιοκτησίας και ελάμβανε ως αμοιβή του τον φόρο της δεκάτης (κεσίμι), δηλαδή το 1/10 της παραγωγής του τόπου.
Ο θεσμός των σπαχήδων καταργήθηκε το 1845 και συνεπώς πρέπει να θωρήσομε βέβαιο ότι τότε απαλλάχθηκε και το Κεράσοβο από τους σπαχήδες του και έληξε η εξής διένεξή τους: Το 1841 οι Κερασοβίτες ανέφεραν στον κατή της Κόνιτσας ότι οι σπαχήδες τους ελάμβαναν ως δεκάτη ή κεσίμι κατά μεν τα έτη 1786-1836, γρόσια 67, κατά δε τα έτη 1837-38 γρόσια 124, ότι μετέπειτα απαιτούσαν γρόσια 1.200, ότι η αύξηση αυτή αντίκειται στα παλιά έθιμα, σε σχετικές διαταγές του Κιουταχή και στο γεγονός ότι όμοια αύξηση δεν έγινε προς τα γειτονικά χωριά και ότι επομένως πρέπει η εν λόγω αύξηση να απαγορευτεί[7].
4. Το 1850 ή ενωρίτερα οι Κερασοβίτες διαμαρτυρήθηκαν και πάλι στον πασά της Ηπείρου ότι, ενώ το χωριό τους δεν ήταν τσιφλίκι, οι προαναφερθέντες μπέηδες από το 1790 ελάμβαναν γεννήματα αξίας 300 γροσίων, συν τω χρόνω δε γεννήματα 600 κιλών και ήδη λαμβάνουν βιαίως το 1/3 της αγροτικής παραγωγής του χωριού[8]. Επακολούθησαν μακροχρόνιες διαδικασίες διοικητικής και δικαστικής εξέτασης του ζητήματος, κατά τις οποίες οι Κερασοβίτες για να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους προσκόμισαν και τα εξής επίσημα έγγραφα: α) τα προαναφερθέντα τρία διατάγματα που αναγνώριζαν ότι το Κεράσοβο δεν είναι τσιφλίκι, β) βεβαιώσεις των σπαχήδων του χωριού ότι τα κτήματα 4 οικογενειών ανήκαν σε αυτές κατά τα έτη 1818, 1824, 1833 και 1851, γ) δήλωση που υπέγραψαν το 1859 οι προεστοί 14 γειτονικών χωριών και που ανέφερε ότι το Κεράσοβο έδινε  μόνον αγαλίκι και δεν ήταν ποτέ τσιφλίκι (πρόκειται για τα χωριά: Μόλιστα , Σταρίτσανη, Καστάνιανη, Μπλίσδιανη, Κάντσικο, Σέλτση, Βούρμπιανη, Πυρσόγιαννη, Ζέρμα, Παλιοσέλι, Αρμάτοβο, Πάδες, Γκρισμπάνι, Φούρκα)[9].
Οι αντίδικοι μπέηδες ισχυρίστηκαν ότι το Κεράσοβο το 1695 έγινε τσιφλίκι, ότι αργότερα περιήλθε στους προγόνους τους, έπειτα δε στους ίδιους, ότι οι σχετικοί τίτλοι ιδιοκτησίας τους κάηκαν μαζί με την οικία τους (το 1785 οπότε το χωριό πυρπολήθηκε) και ότι η ιδιοκτησία τους αυτή αναγνωρίστηκε το 1839 με σουλτανικό διάταγμα[10]. Το 1852 ο μουχτάρης και οι δημογέροντες του Κερασόβου προφυλακίστηκαν στα Γιάννενα, μέχρι να προσαχθούν στον πασά της Ηπείρου Αλή Ριζά, κατόπιν ραδιουργίας ενός εκ των αντιδίκων μπέηδων, του Σερίφ, που επιδίωκε πιθανότατα να τους αναγκάσει να μην συνεχίσουν τη δίκη[11].
Μετά από αλλεπάλληλες συνεδριάσεις του ιεροδικείου της Πόλης, το 1860 εκδόθηκε σουλτανικό διάταγμα που όρισε ότι το Κεράσοβο πρέπει να εξουσιάζεται όπως εξουσιαζόταν ανέκαθεν, ότι οι τίτλοι ιδιοκτησίας των μπέηδων πρέπει να ανανεωθούν και ότι οι Κερασοβίτες οφείλουν να καταβάλουν τα καθυστερούμενα γεώμορα των ετών 1850-52. Κατόπιν τούτου, το 1860 οι Κερασοβίτες αναγκάστηκαν να υπογράψουν δήλωσή τους (με εγγυητές δύο Κονιτσιώτες) ότι θα δίνουν στους μπέηδες το γεώμορο σύμφωνα με το διάταγμα και ότι, αν κάποια οικογένεια δεν το δώσει, η περιουσία της θα περιέλθει στους μπέηδες[12].
5. Για τα σχετικά περιστατικά που επακολούθησαν, έχουμε τις εξής μόνον πληροφορίες: Ο τίτλος ιδιοκτησίας των μπέηδων δεν ανανεώθηκε, ένεκα δε τούτου και βάση νεότερου νόμου η σουλτανική αναγνώριση της κυριότητάς τους ήταν πλέον άκυρη. Το 1862 ένας Κερασοβίτης παραπονέθηκε στον πασά της Ηπείρου ότι οι μπέηδες διεκδικούσαν παρανόμως κάποιο κτήμα του. Το επόμενο έτος πολλές οικογένειες του Κερασόβου μετοίκησαν στη Θεσσαλία, ιδίως  στην Σκλάταινα Καρδίτσας, μάλλον επειδή αδυνατούσαν να δώσουν το γεώμορο. Το 1885 ο Κονιτσιώτης Σ. Γκότζος, που είχε ποίμνιά του σε βοσκότοπο του Κερασόβου, συνελήφθη από ληστές[13]. Το 1886 ο λήσταρχος Γ. Νταβέλης σκότωσε τον τσιφλικά μπέη Μουσλίμ κοντά στην είσοδο του χωριού και έκαψε  την κούλια του, μάλλον συνεργαζόμενος με Κερασοβίτες. Στον τόπο του φόνου υπήρχαν το 1896 οι τάφοι του Μουσλίμ και πέντε οπλιτών του[14]. Το 1901 στάλθηκαν στην Πόλη δύο αντιπρόσωποι του χωριού για να ζητήσουν από τις Αρχές να το απαλλάξει από τους τσιφλικάδες, αλλά η εκεί αστυνομία τους ανάγκασε να επιστρέψουν στο χωριό. Το 1904 ο καϊμακάμης της Κόνιτσας διέταξε τους Κερασοβίτες να φέρουν το γεώμορο στο μεσοχώρι και να το παραδώσουν στον ενωματάρχη, εκείνοι δε διόρισαν 4 δικαστικούς πληρεξουσίους τους ( δεν γνωρίζομε σε ποιες δίκες θα τους εκπροσωπούσαν). Το 1907 οι μπέηδες δωροδόκησαν  τους αρμόδιους και έλαβαν  χαριστικώς βεβαίωση ότι το Κεράσοβο είναι τσιφλίκι τους[15].
Μετά την απελευθέρωση, οι Κερασοβίτες αρνήθηκαν να δίνουν στους μπέηδες το γεώμορο, ισχυριζόμενοι ότι είχαν δικαιωθεί προσφάτως από το ακυρωτικό δικαστήριο της Πόλης. Το 1913 οι μπέηδες εκμίσθωσαν εικονικώς το ‘τσιφλίκι’ τους στον απόστρατο συνταγματάρχη  Κ. Κρίτσα και αυτός εμήνυσε τους Κερασοβίτες για κλοπή του γεώμορου. Το 1916 η Γενική Διοίκηση Ηπείρου απαγόρευσε στους μπέηδες να λαμβάνουν το γεώμορο μέχρι να εκδικαστεί η σχετική αγωγή των Κερασοβιτών, η οποία όμως ακολούθως απορρίφθηκε από το Πρωτοδικείο επειδή αυτοί δεν μπόρεσαν να προσέλθουν στη δίκη[16]. Το 1919 το Ειρηνοδικείο της Κόνιτσας αναγνώρισε προσωρινώς ότι η νομή ενός βοσκότοπου του χωριού ανήκε στους κατοίκους του και όχι σε ξένους βλαχοποιμένες. Το 1924 επιτροπή του Υπουργείου Γεωργίας αναγνώρισε ως ιδιοκτήτες του δάσους του Κερασόβου τους μπέηδες, αλλά το 1927 άλλη επιτροπή του ίδιου Υπουργείου αναγνώρισε ως νομείς τους Κερασοβίτες. Το 1934, κατόπιν αγωγής των μπέηδων, το Πρωτοδικείο Ιωαννίνων διέταξε τους διαδίκους να προσκομίσουν ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία. Η απόφασή του αυτή επικυρώθηκε από το Εφετείο Κέρκυρας το 1938, πλην όμως έκτοτε οι διάδικοι δεν συνέχισαν τη δίκη[17].
6. Οι μπέηδες που κατείχαν το Κεράσοβο ως ‘προστάτες’ ή ως ‘τσιφλικάδες’ ήσαν αρχικά μεν ο Γιακούπ από τη Φράσαρη της Πρεμετής (1770-1820), έπειτα δε οι γιοι του Χασάν, , Ρουστέμ και Μουσλίμ και ύστερα οι απόγονοί τους. Ο Χασάν (1795-1850) ήταν πατέρας του Γιακούπ (γενν. 1820) και του Σερίφ (γενν. 1825). Ο Ρουστέμ (1800-1845) ήταν πατέρας του Ρακίπ (γενν. 1825) και του Ναούτ (γενν. 1830). Ο Μουσλίμ (1820-1886) ήταν πατέρας του Ριζά (1845-1910) που είχε γιο τον Τακή (γενν. 1870)[18]. Τα έτη γέννησης και θανάτου τους καταγράφονται  εδώ άλλα ως βέβαια και άλλα ως πιθανά.
7. Για τις σχέσεις του Κερασόβου με αυτούς τους μπέηδες, υπάρχουν και οι ακόλουθες πληροφορίες, μερικές από τις οποίες όμως είναι ανακριβείς. Ο Ζαγορίσιος ιστορικός Ι. Λαμπρίδης έγραψε το 1887 ότι οι Κερασοβίτες «κατ’ αρχάς μεν εχορήγουν εις τον εκ Φράσαρης Μουσλή  μπέυν, λόγω υπερασπίσεως, χρηματικόν τι ποσόν, είτε δε και την ακίνητον αυτών περιουσίαν υπέρ εκείνου εξεποίησαν επσήμως». Το 1912 ο τότε νεαρός Μολιστινός Β. Τζαλόπουλος, έγραφε για το Κεράσοβο ότι ήταν τσιφλίκι από την εποχή του Αλή πασά, ότι αγωνίσθηκε επί έτη να εξαγοράσει τον τόπο του, ότι στα τουρκικά δικαστήρια δεν μπόρεσε να δικαιωθεί διότι «κόρακας κοράκου δεν βγάζει μάτια» και ότι « προέβη εις επαναστατικά διαβήματα, φονεύσαν τον βέην». Τέλος, ο καταγώμενος από τη Σταρίτσανη δικηγόρος Γ. Σακκάς έγραφε το 1915 σε γνωμοδότησή του ότι οι οικίες, οι κήποι,  οι αγροί, οι βοσκότοποι και το δάσος του Κερασόβου ανήκαν συνεχώς στους κατοίκους του και όχι στους μπέηδες, διότι οι Κερασοβίτες δεν ήσαν μισθωτές εκείνων, ούτε έλαβαν ποτέ από εκείνους γεωργικά εργαλεία, σπόρους και οικίας, υλοτομούσαν δε το κοινόχρηστο δάσος, πωλούσαν τα προϊόντα του ως δικά τους και έβοσκαν τα ποίμνιά τους μέσα σε αυτό[19].
8. Από τα προεκτεθέντα, συνάγω τα ακόλουθα  κυρίως συμπεράσματα για την εξουσία που ασκούσαν οι εν λόγω μπέηδες στο Κεράσοβο. Οι μπέηδες αυτοί έγιναν ‘προστάτες’ του Κερασόβου το 1695 περίπου, δηλαδή την εποχή κατά την οποία άρχισε να εφαρμόζεται το ανεπίσημο σύστημα προστασίας και σε χωριά της σημερινής επαρχίας Κόνιτσας[20].Από τους ισχυρισμούς των Κερασοβιτών ότι οι μπέηδες άρχισαν να καλλιεργούν κτήματα του χωριού (χωρίς να παρέχουν εργαλεία και σπόρους στους κατοίκους) και να απαιτούν το 1/3 της παραγωγής την δεκαετία του 1830, προκύπτει ότι τότε κυρίως οι ‘προστάτες μπέηδες άρχισαν να επιδιώκουν να γίνουν τσιφλικάδες. Όμως, μολονότι αναγνωρίσθηκαν ως τσιφλικάδες με διατάγματα του 1839 και του 1860, δεν απέκτησαν  νομίμους τίτλους κυριότητας και συνεπώς ουδέποτε έγιναν τσιφλικάδες επισήμως. Άλλωστε, γι’ αυτό οι προεστοί 14 γειτονικών χωριών τόλμησαν να δηλώσουν το 1859 ότι το Κεράσοβο ουδέποτε ήταν τσιφλίκι, οι δε Κερασοβίτες, έχοντας πάντοτε την  πεποίθηση ότι το χωριό τους τσιφλικοποιήθηκε  ανεπισήμως (όχι νομίμως), αντέδρασαν τόσες φορές επί εκατό έτη με δικαστικούς και άλλους αγώνες κατά της αδικίας.
Η αυθαίρετη τσιφλικοποίηση του Κερασόβου περιλαμβάνει μεταξύ των  πολλών άλλων περιπτώσεων μετατροπής χωριών της Κόνιτσας και του Πωγωνίου από αυτοκέφαλα σε τσιφλίκια Αλβανών μπέηδων την περίοδο 1822-50, με ψευδομαρτυρίες, δωροδοκίες και βία[21]. Οι τσιφλικάδες δεν πρέπει να συγχέονται με τους σπαχήδες που υπήρχαν μέχρι το 1845.



[1] Τα τρία από αυτά τα διατάγματα είχαν δημοσιευθεί το 1915 από τον δικηγόρο Ιωαννίνων Γ. Σακκά σε φυλλάδιο, το οποίο αναδημοσιεύθηκε στο βιβλίο του Σ. Φωτιάδη, Το Κεράσοβον Κονίτσης, 1975, μαζί με δέκα άλλα επίσημα έγγραφα των ετών 1932-38, προερχόμενα από το Πρωτοδικείο Ιωαννίνων και το Εφετείο Κέρκυρας. Το τέταρτο διάταγμα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ‘ΚΕΡΑΣΟΒΟ’, τχ 119/2011. Οι ,μεταφράσεις των εν λόγω διαταγμάτων περιέχουν κάποια κενά και κάμποσες ασάφειες.
[2]  Βλ. Χαρ. Γκούτος, Η επαρχία της Κόνιτσας και η Μόλιστα επί τουρκοκρατίας, 2003, 35-36, 41-43, 46-47 και την εκεί μνημονευόμενη βιβλιογραφία, καθώς και Β. Ψεμούλη, Σούλι και Σουλιώτες, 1998, 241-3, 229, 230.
[3]  Για τα ως άνω περιστατικά του 1830, βλ. Χ. Γκούτος, ό.π. 48, 101.
[4]  Βλ. Σ. Φωτιάδης, , ό.π. 8, όπου δημοσιεύεται η έγγραφη καταγγελία, στην οποία τα έτη 1750 και 1832 αναφέρονται ως μουσουλμανικά έτη 1167 και 1248.
[5]  Το πρώτο από τα διατάγματα δεν υπάρχει. Το δεύτερο (1832), το τρίτο (1833, όμοιο σχεδόν με το δεύτερο) και το τέταρτο (1836, κολοβό), καθώς και ο κατάλογος κτημάτων του Ν. Τέλη, περιέχονται εις Φωτιάδης, ό.π. 9-14, 30α-30β. Για τους απεσταλμένους στην Πόλη, βλ. Δ. Σαμαράς, Κεράσοβο, 2002, 145-153. Οι 19 και 2/3 οικίες  υποδηλώνουν φορολογικές μονάδες που αντιστοιχούν σε περισσότερα, όχι ισάριθμα, νοικοκυριά (οικογένειες, κατοικίες). Βλ. σχετικώς, Ψιμούλη, ό.π΄. 92, Μ. Κοκολάκης, Το ύστερο Γιαννιώτικο πασαλίκι, 2003, 300-8, 382, Α. Βαρσαμίδης, Η περιοχή Βοΐου, 2007, 216, Α. Οικονομίδης, εις Α. Βασιλειάδης, Ηπειρ. Ημερολόγιον, 1911, 169.
[6]  Η πληροφορία για το διάταγμα του 1839 προέρχεται από το διάταγμα του 1860 (βλ. ΚΕΡΑΣΟΒΟ, τχ 119/2011), το οποίο χρονολογεί το διάταγμα του 1839 στο μουσουλμανικό έτος 1255.
[7].  Το κείμενο  της αναφοράς των Κερασοβιτών προς τον κατή βλ. εις Φωτιάδης, ό.π. 6-7. Για τον θεσμό των σπαχήδων, βλ. Γκούτος, ό.π. 37-39.
[8] . Βλ. το διάταγμα του 1860, το οποίο αναφέρει ότι οι απαιτήσεις των μπέηδων άρχισαν  50-60 έτη πριν από τότε που άρχισε η κρινόμενη αντιδικία, δηλαδή πριν από τα έτη 1940-1850.
[9] . Βλ. Φωτιάδης, 16-19, 30α-30β, 3-4, όπου τα κείμενα των εγγράφων υπό στοιχεία β’, γ’.
[10] . Βλ.. το διάταγμα του 1860, στο οποίο σημειώνεται ότι το Κεράσοβο έγινε τσιφλίκι πριν από 150 έτη (πρβλ ανωτ. σημ. 8). Για την πυρπόληση του χωριού το 1785, βλ. Γκούτος, Κεράσοβο, τχ. 120/2011.
[11]. Το περιστατικό εξιστορείται σε δυο λαϊκά ποιήματα (βλ. Σαμαράς, ό.π. 148, 245), εκ των οποίων το ένα αναφέρει και ότι ο πασάς λεγόταν Αλής. Πρόκειται για τον Αλή Ριζά που ήταν διοικητής της Ηπείρου κατά τα έτη 1851-1855 (βλ. Κοκολάκης, ό.π. 401, 402). Από το δεύτερο ποίημα, που λέει ότι ο Σερί μπέης ‘μας χάλασε είναι εξήντα έξι’, δεν προκύπτει αν ως 66 εννοείται το έτος 1866 ή κάτι άλλο.
[12]. Βλ. το διάταγμα του 1860 και Φωτιάδης, ό.π. 59.
[13] . Βλ. κατά σειρά: α) Φωτιάδης, ό.π. 47, β) μετάφραση τουρκικού εγγράφου (το οποίο μου έδωσε ο Δ. Σαμαράς),  ευρισκόμενη στο γραφείο μου, γ) Α. Πετρονώτης/ Β. Παπαγεωργίου, Μαστόροι χτίστες από τα μαστοροχώρια της Κόνιτσας, 2008, 625-7, 628, Δ. Σαμαράς, ό.π. 78,80, 240, δ) Αν. Ευθυμίου, Η Βούρμπιανη της Ηπείρου, 1988, 287.
[14] . Σ. Στούπης, Πωγωνισιακά και Βησσανιώτικα, Β’ 1964, 241, Ευθυμίου, Σελίδες από την ιστορία της Κόνιτσας, 1997, 127, Σαμαράς, ό.π. 233,  A. Baldacci, Κόνιτσα τ. 2003, 217.
[15] . Για τα ως άνω τρία περιστατικά, βλ. Φωτιάδης, ό.π. 15, 39.
[16] . Βλ. Κ. Βακατσάς, Ηπειρ. Χρονικάτ. 2008, 228, ό.π. Σαμαράς, Ιστορία του δάσους του Ριαχόβου, ο ίδιος, Κιράσοβο, 283,286.
[17] . Φωτιάδης, ό.π. 20, 34, 45, 61, 40-58, Σαμαράς, Ιστορία του δάσους του Ριαχόβου, 20-37 (στις επόμενες σελίδες αναφέρεται στις μετέπειτα  εξελίξεις ως προς τις διενέξεις για το δάσος).
[18] . Μερικά από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από τας εν λόγω διατάγματα, Βλ. και Ευθυμίου, Σελίδες…127, Σαμαράς, ό.π. 24, Φωτιάδης, ό.π. 33.
[19] . Βλ. κατά σειρά: Λαμπρίδης, Ηπειρ. μελετήματα, τχ, Β’ 8, Β. Τζαλόπουλος, Ηπειρωτικόν Ημερολόγιον η Νέα Ελλάς, 1913, 136, Φωτιάδης, ό.π. 28, 29, 39, 49, 50, 57.
[20] . Τούτο συνέβη ίσως επειδή, εκτός των άλλων, μερικά χωριά της Κόνιτσας είχαν αποδυναμωθεί τότε λόγω της επιδημίας πανώλης του 1670. Βλ. Γκούτος, ό.π. 26, 40, 47, 81, ο ίδιος, Ηπειρ. Γράμματα, τ. 2010, 175-6.
[21] . Βλ. Γκούτος, Η Επαρχία…, 48, ο ίδιος, Ηπειρ. Ημερολόγιο, τ. 2010, 22, 33, Διασώθηκαν έγγραφα αναφερόμενα σε ανεπίσημες τσιφλικοποιήσεις που έγιναν ή επιχειρήθηκαν ως προς τα χωριά  Αρίνιστα (1827), Λισκάτσι (1840), Δελβινάκι (1847), βλ. Μ. Οικονομίδης, Ηπειρωτικά, τ. 1938, Τ. Χρήστου, Ασημοχώρι Κόνιτσας, 2001, 80, Ηπ. Εστία, τ. 1965, 478, 1953, 1030-2.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου