ΤΟ ΕΛΑΦΙ

ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΣΤΟ ΚΕΡΑΣΟΒΟ
            Επιμέλεια: Χ. Γ. Γκούτος

Σύμφωνα με προφορικές παραδόσεις που έχουν καταγραφεί σε 16 χωριά της Ηπείρου και αλλού, κατά το πανηγύρι που γινόταν κάθε έτος στην αυλή μιας εκκλησίας εκάστου των χωριών αυτών, λόγω της εορτής του αγίου της, ερχόταν ένα ελάφι για να σφαχθεί και να φαγωθεί από τους πανηγυριώτες, αλλά επειδή κάποια χρονιά η θυσία του έγινε πρόωρα, έκτοτε δεν ξαναερχόταν ελάφι πλέον. Στην επαρχία μας, τέτοια παράδοση υπάρχει για το Κεράσοβο, το Πεκλάρι και την Κορτίνιστα (βλ. Σ. Τσιόδουλος, Ηπειρωτικά Χρονικά, τ. 2002 σελ. 137 επ. Πρόσθετη βιβλιογραφία για την παράδοση του Κερασόβου βλ. εις Χ. Γκούτος, Κόνιτσα, τ. 2012, σελ. 248). Το παρακάτω αφήγημα αποδίδει την προφορική παράδοση για το ελάφι της Αγίας Παρασκευής στο Κεράσοβο, όπως την κατέγραψε, συνομιλώντας με γέροντες του χωριού, ο αξιοθαύμαστος αυτοδίδακτος ιστοριοδίφης και δημοσιογράφος Αναστάσιος Ευθυμίου, Βουρμπιανίτης («Πρωινός Λόγος», Ιωαννίνων, 24,25 και 27 Ιουλίου 1963).

Μεγάλο και τρικούβερτο πανηγύρι γίνεται κάθε χρόνο στις 26 Ιουλίου στο χωριό Αγία Παρασκευή της επαρχίας μας, που το παλιό του όνομα είναι «Κεράσοβο». Από τα γύρω χωριά, κι από την Κόνιτσα ακόμη, μαζεύονται προσκυνητές και πανηγυριστές  και, μετά την ιερή λειτουργία και λιτανεία, αρχίζουν τα γλέντια και οι χοροί που κρατάνε δυο και τρεις ημέρες.
Στα προπολεμικά χρόνια οι περισσότεροι Κερασοβίτες φορούσαν ακόμη την πατροπαράδοτη φουστανέλλα και τις άσπρες κάλτσες και τα φουντωτά τσαρούχια και οι γυναίκες τις τοπικές στολές των και ο χορός παρουσίαζε ξεχωριστή γραφικότητα και ομορφιά. Σήμερα όμως κάτι λιγοστά γεροντάκια, σαν ο Κώστα Γαλάνης, ο Φώτη Νάκος, ο Νικόλα Πασιάς, ο Γιάννη Κουκούμης, ο Θανάση Βάσιος, ο Κώστας Κιτσάκης, ο Ζήση Νταγκοβάνος και κάτι άλλοι, φορούν ακόμη την πατροπαράδοτη στολή και τραβούν την προσοχή του νοσταλγού και λάτρη του αγνού λαϊκού πολιτισμού και την αθάνατης ελληνικής λεβεντιάς επισκέπτη.
Τους πλησιάζω και ανοίγω μαζί τους συζήτηση. Είναι σωστές ανεξάντλητες πηγές παλαιών ιστορικών παραδόσεων, θρύλων και ανεκδότων οι τραχείς  και σκληραγωγημένοι τούτοι λεβεντόγεροι. Εκτός από τις αφηγήσεις, γύρω από τη σκληρή ζωή του πατροπαράδοτου επαγγέλματος της χτιστικής τέχνης, διηγούνται και τα κατορθώματα των παλιών αρματωλών και κλεφτών, όπως του Λεωνίδα, του Νταβέλη, των Γκαρελαίων και αλλωνών, τους αγώνες των προγόνων των κι αυτών των ιδίων εναντίον των Τούρκων και των Αλβανών και τόσα άλλα.
-Για την Αγία Παρασκευή τι ξέρετε από τους παληούς, από πότε γιορταζόταν στο χωριό σας; ρωτάω ανάμεσα στα άλλα.
-Για την Αγία Παρασκευή, μεγάλη η χάρη της, να σου πω εγώ, πετάζεται ο γερο-Κουκούμης. Όπως έχω ακούσει από χωριανούς προπαππούδες, το πανηγύρι μας είναι παμπάλαιο, αλλά η εικόνα αυτή που έχομε τώρα εδώ δεν είναι η καθεαυτού  θαυματουργή εικόνα της Άη-Παρασκευής. Η παλιά εκείνη βρίσκεται στο Παλιοσέλι στην κεντρική εκκλησία του χωριού, αλλ’ αυτοί όμως δεν τη γιορτάζουν σαν τ’ εμάς,  γιατί το μεγάλο πανηγύρι τους-όπως όλα τα βλαχοχώρια- το γιορτάζουν το δεκαπενταύγουστο τ’ς Παναγιάς.
-Και πώς βρέθηκε εκεί αυτή η εικόνα; ρωτώ.
«Έφυγε μοναχή τ’ς, και να σου πω τ’ν αιτία. Τα πολύ παλιά χρόνια, όπως μολογούσαν οι γερόντοι, κάθε χρόνο στο πανηγύρι της η Αγιά Παρασκευή, μεγάλη η χάρη της,  έστελν’ από μια αλαφίνα ψηλά ‘πό το Σμόλικα που έρχονταν ήμερη σα μανάρι και τ’ν έσφαζαν οι επίτροποι τ’ς εκκλησιάς, κατόπι τη διάβαζαν οι παπάδες κι ύστερα τ’ν έψαιναν  και μοίραζαν σ’ όλο το γκόσμο απ’ ένα κομματσιούλι. Κάποια χρονιά όμως η αλαφίνα άργησε πολύ κι ο κόσμος καϊτερούσ’ ανυπόμονα, γιατί η ώρα περνούσε και δε μπορούσαν, αν δεν έτρωγαν πρώτ’ από ‘φτό το βλογημένο κριγιάσι, να στρωθούν στο φαγοπότι και στο γλέντι. Σαν έφτακε το καψερό τ’ αλάφι λαχανιασμένο και καταδειλιασμένο, βιαστικοί οι ‘πιτρόποι κι οι παπάδες τ’ άρπαξαν ίσια, τόσφαξαν ένα κι ένα, το διάβασαν και το πέρασαν στο σουβλί.
Τ’ς Αγιά Παρασκευής όμως τ’ς κακοφάνηκε πολύ φαίνεται, που από τη βιασύνη τους για να   πέσουν    γλήγορα στο χάψιμο οι λήξουροι Κερασοβίτες τόσφαξαν πριν προφτάκη να ξανασάνη το δόλιο τ’ αλάφ’ από την κούραση κι από τ’ν αποσταμάρα του. Και σκώθηκε, μεγάλη η χάρη της, κι έφυγε και πάει στο Παλιοσέλι και στάθηκ’ εκεί στον τόπο πούειναι τώρα η μεγάλη εκκλησιά του χωριού.
Σε μέρες πολλές, τόμαθαν οι Κερασοβίτες, που απορούσαν και θιαμένουνταν τι γίν’ κι η εικόνα τους, και πήγαν και την πήραν και την ματάφεραν εδώ. Δεν πέρασαν όμως πολλές μέρες και πάλι η εικόνα ξανάφυγε και βρέθηκε στο Παλιοσέλι. Πήγαν ξανά οι Κερασοβίτες, αλλά με μεγάλη δυσκολία τους την ξανάδοκαν οι Παλιοσελίτες.
-Τι θέλετε και την παίρνετε; τους είπαν. Αφού γλιέπετε και μοναχοί σας πως η Αγία δεν θέλει να μείνει στο χωριό σας. Εμείς ετοιμαζόμαστε να της φκιάκομε κι εκκλησιά…
Την ξανάφεραν πάλι την εικόνα στο χωριό, αλλά του κάκου. Πάλι, μάτα τους ξανάφυγε και πάει στο Παλιοσέλι.
Πήγαν και ματαπήγαν οι Κερασοβίτες, κι έκαναν καυγάδες μεγάλους για να την ξαναπάρουν (συνεχίζει ο γερο-Κουκούμης), αλλά ούτ’ αυτή ήθελε φαίνεται  ναρθή, ούτε κι οι Παλιοσελίτες που είχαν αρχινήσει και της έφκιαναν εκκλησιά την άφηναν. Στο τέλος ονειριάστηκε κάποιος δικός μας, πούταν λαγαρός, στον ύπνο του την Αγία και του είπε: «Πες στους χωριανούς σου, πως μου κακοφάνηκε πολύ που από τη ληξουριά τους μούσφαξαν τ’ αλάφ’ αποσταμένο και πλέον δεν ματαπατώ στο χωριό σας, θα μείνω στο Παλιοσέλι. Κι έτσι έγινε. Εκείνη η εικόνα η πρώτ’ η θαυματουργή απόμειν’ εκεί. Και οι δικοί μας έφκιασαν άλλη δεύτερη, αυτή που βρίσκεται και σήμερα μέρα, και την έβαλαν στην εκκλησιά και συνέχισαν να γιορτάζουν το πανηγύρι. Αλάφ’ όμως δεν ξαναφάνηκε να ματαρθή πια ‘πό το βουνό», τελειώνει ο γερο-αφηγητής.
Και τώρα ας γυρίσωμε από την άλλη πλευρά του γερο-Σμόλιγκα, με τις σαρανταδυό κορφές και τις εξήντα δυο βρυσούλες, του περίφημου Λύγγου των αρχαίων, κι ας συνεχίσωμε με τις παραδόσεις των γερόντων του Παλιοσελίου, όπως τις άκουσε ο Γρηγόρης ο Καπάιος.
«Αφού έρχονταν και ξαναέρχονταν μονάχη της η θαυματουργή εικόνα της Αγια-Παρασκευής στο χωριό μας, μου αφηγείται, αποφάσισαν κι άρχισαν οι Παλιοσελίτες να της χτίζουν μια μικρή εκκλησιά. Οι Κερασοβίτες πάειναν κι έρχονταν για να την πάρουν, αλλά οι δικοί μας δεν την έδιναν και έκαναν τρανούς καυγάδες και ξυλοδαρμούς  ακόμα. Στο τέλος οι Κερασοβίτες κατέφυγαν στους Τούρκους προστάτες των και ήρθαν και μας την άρπαξαν με το ζόρι, αντάμα με πέντ’ έξι απ’ αυτουνούς, και πήραν τον ανήφορο κατά το Σμόλυγκα.
Οι Κερασοβίτες πάειναν αμπροστά αντάμα με τους Τούρκους και με την εικόνα, κι οι δικοί μας από κοντά παρακαλιούντας να τους την αφήκουν. Σαν έφτασαν σε μια βρύση πόχομε αχπάν’ από το χωριό ψηλά, έκατσαν να ξαποστάσουν και  να πιουν, κι ακούμπησαν καταής την εικόνα. Όταν όμως πήγαν να την ξαναπάρουν δε μπόρεσε κανένας να την ταράξ’ από τον τόπο της. Δοκίμασαν, πάσχισαν, έδωκαν, πήραν, ασήκωτη.
-Αφήστε τη, τους είπαν οι Παλιοσελίτες, δε γλέπετε πως δεν θέλει να ματάρθη στο χωριό σας; Δυο φορές την πήραμαν και τούτη τρίτη, είπε κι ένας Κερασοβίτης, με το ζόρι δεν έρχεται. Ας την αφήκωμε να μείνει στον τόπο που διάλεξε μοναχή της. Κάτι αμαρτία μεγάλη κάναμαν και δεν μας καταδέχεται, μεγάλη η χάρη της.
Οι άλλοι όμως επέμεναν για να την πάρουν. Αλλά κανένας τους όμως δεν μπορούσε να τη σηκώση ή να την κουνήσ’ από τον τόπο της. Δοκίμασαν και οι Τούρκοι, το ίδιο κι αυτοί. Θύμωσε τότε ο αρχηγός τους και κατεβάζοντας το στερναροντούφεκό του:
-Πω θα το βαρνάω να το κάμω χίλια κομμάτια, έκανε.
Και σημαδεύοντας την εικόνα τράβηξε τη σκανδάλη.
Τότες όμως έγινε μεγάλο θαύμα. Το βόλι μόλις άγγιξε στο θαυματουργό εικόνισμα, γύρισε πίσω και σφηνώθηκε στου Τούρκου τη μπάλα (μέτωπο), αφήνοντάς τον στον τόπο.
Άλλοι από τους παλιούς έλεγαν πως γίνηκε το ντουφέκι του χίλια κομμάτια και τον σκότωσε. Όπως και νάχη όμως το πράγμα, ο Τούρκος μια φορά πάει καλλιά του και από τότε η βρύση αυτή πήρε τ’ όνομά του και λέγεται ως και σήμερα «βρύση του Τούρκου».
Οι Κερασοβίτες, ύστερα από το καινούριο θάμα που είδαν με τα μάτια τους, γονάτισαν όλοι τους, προσκύν’σαν τη θαυματουργή εικόνα, ζήτησαν συγχώρεσ’ από την Αγια-Παρασκευή και κατόπ’ έφυγαν κατατρομαγμέν’ αντάμα με τους Τούρκους.

Χαρούμεν’ οι Παλιοσελίτες ξανάφεραν την εικόνα στο χωριό με ψαλμούς και λιτανείες και της έφκιασαν (αποτελείωσαν)  και την εκκλησιά στον τόπο που είχε διαλέξει μονάχη της - εκεί δηλαδή που βρίσκεται ως τα σήμερα η νεότερη εκκλησία της Αγιάς Παρασκευής - κι έτσι έμεινε για πάντα στο χωριό μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου