ΚΕΡΑΣΟΒΙΤΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ

ΚΕΡΑΣΟΒΙΤΙΚΑ  ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ

Στο τεύχος αυτό καταγράφουμε μια σειρά από ανέκδοτα που άλλα έχουν σχέση με το Κεράσοβο και άλλα όχι. Οι άνθρωποι δεν έπαψαν ποτέ να έχουν χιούμορ και οι μαστόροι το χρησιμοποιούσαν πολλές φορές για να πειράξουν τους άλλους ή να αυτοσαρκαστούν. Όσα καταφέραμε να συλλέξουμε, τα παραθέτουμε εδώ προς τέρψιν σας.
Εάν γνωρίζετε και άλλα, σας προτρέπουμε να μας τα στείλετε για να τα δημοσιεύσουμε. Άλλωστε είναι πολύτιμα για όλους μας σ’ αυτούς τους καιρούς.


Μια γεροντοκόρη στο παζάρι
Μια γεροντοκόρη ξεκίνησε απ’ το Κεράσοβο και πήγε στο παζάρι της Κόνιτσας για ν’ αγοράσει ένα γαϊδούρι.
Κοιτούσε το ένα, εξέταζε τα’ άλλο, πού ν’ αποφασίσει. Στο ένα δεν της άρεσε το χρώμα, στο άλλο τα δόντια, τ’ άλλο δεν είχε καλό σαμάρι, τ’ άλλο ήταν ζαντζιάρικο. Τον ζάλισε τον ζωέμπορο με τις ερωτήσεις της και τις ιδιοτροπίες της.
Κάποια στιγμή δεν άντεξε κι αυτός και της λέει:
-       Ρε κοπέλα μ’, βρες έναν άντρα να παντρευτείς και να ‘χεις και άντρα και γομάρι!


Οι 5 φίλοι κι ο Γιάννης ο τεμπέλης
Η μάνα του Γιάννη έβλεπε τα άλλα παιδιά του χωριού που ήταν προκομμένα και άξια να πηγαίνουν για ξύλα και στενοχωριόταν για το γιο της που τον έβλεπε να τεμπελιάζει και να βρίσκει διάφορες δικαιολογίες για να μην κάνει τίποτα.
Πιάνει λοιπόν μια μέρα τα παιδιά της γειτονιάς και τα παρακάλεσε να πάρουν και το Γιάννη της μαζί τους και να του δείξουν πώς κόβουν ξύλα και πώς τα φορτώνουν στα ζώα. Τα γειτονόπουλα ήξεραν τι τεμπέλαρος ήταν ο Γιάννης αλλά από ντροπή δέχτηκαν.
Την άλλη μέρα η καημένη η μάνα ξύπνησε το Γιάννη πρωί πρωί, του έδωσε τον τροβά με το ψωμοτύρι, του σαμάρωσε το μουλάρι και τον έβγαλε στο δρόμο ν’ ανταμώσει την παρέα του.
Στο δρόμο τ’ άλλα παιδιά γεμάτα ζωντάνια γελούσαν, τραγουδούσαν κι αστειεύονταν. Ο Γιάννης νύσταζε κι είχε τα μούτρα ξινισμένα. Σκέφτονταν να γυρίσει πίσω αλλά δεν έβρισκε δικαιολογία. Είπε για το σαμάρι ότι τον έκοβε, είπε για την κοιλιά ότι τάχα τον πονούσε  αλλά τίποτα δεν έπιασε.
Με τα πολλά έφτασαν στο βουνό. Οι πέντε φίλοι έπιασαν τα τσεκούρια και στο άψε σβήσε ήταν έτοιμα τα φορτώματα με τα ξύλα. Ο Γιάννης έκατσε κάτω από την οξιά, έβγαλε το ψωμοτύρι και έτρωγε σαν πασιάς. Από μέσα του γελούσε γιατί ήταν σίγουρος ότι θα κόψουν και τα δικά του. Αφού έφαγε το ‘ριξε στον ύπνο.
Γυρίζουν κάποια στιγμή και τα’ άλλα παιδιά, τον ξυπνάν και του λένε:
 -Τι θα κάνεις εσύ;  Εμείς τελειώσαμε.
- Ρε παιδιά, τους λέει εκείνος, εγώ νόμισα ότι θα κόβατε και τα δικά μου γιατί εγώ δεν ξέρω.
Κοιτάχτηκαν τα παιδιά αλλά τι να κάνουν για να μη καθυστερήσουν του έκοψαν τα ξύλα, τα φόρτωσαν στο μουλάρι του Γιάννη και ξεκίνησαν για το χωριό.
Έλα όμως που ο Γιάννης δεν μπορούσε να περπατήσει άλλο γιατί ήταν άμαθος και τον πονούσαν τα πόδια του. Τα παιδιά αποφάσισαν με τα πολλά να τον φορτωθούν στην πλάτη τους και να μοιραστούν την απόσταση. Τον πήρε στην αρχή ο μεγαλύτερος, μετά ο επόμενος και στο τέλος έφτασε και η σειρά του μικρότερου της παρέας. Εκείνος δεν ήθελε να φορτωθεί το Γιάννη.
-           Τι λέτε ρε, τους λέει. Του κόψαμε τα ξύλα, του τα φορτώσαμε στο ζώο, να τον κουβαλήσουμε και στην πλάτη μας;
Κι ο Γιάννης με ύφος τους λέει:
-       Αυτόν το μικρό, παιδιά, λέω να μη τον ξαναπάρουμε μαζί μας!

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ευχαριστώ για την αφήγηση την Κ. Κούλα Κιτσάκη.

Ποιος έπλασε τον κόσμο
Μια φορά χειροτονούνταν ένας παπάς και ο Δεσπότης για να διαπιστώσει τις γνώσεις του μέλλοντα ιερέα τον ρωτάει:
-       Ποιος έφτιαξε τον κόσμο, τέκνο μου;
  -Οι Κερασοβίτες και οι Πυρσογιαννίτες μαστόροι, Δέσποτα, του απάντησε εκείνος.
Δε μάθαμε την εξέλιξη του αλλά πρέπει να έγινε σπουδαίος παπάς!


Ο μάστορας και το τσουβάλι
Τα παλιά χρόνια ένα μεγάλο πρόβλημα των χτιστάδων ήταν το κολατσιό. Για να κάνουν τις νοικοκυρές να τους περιποιηθούν σκάρωναν διάφορα τεχνάσματα.
Κάποτε λοιπόν ένας μάστορας κάθε τόσο κάθονταν στον ίσκιο και δε δούλευε. Τον βλέπει η κυρά και τον ρωτάει:
-Α, κυρά μ’ λέει εκείνος, άμα το σακί είναι άδειο δεν μπορεί να σταθεί όρθιο.
Η γυναίκα το κατάλαβε και του ‘φτιαξε να φάει. Έλα όμως που ο μάστορας ήταν και λίγο τεμπέλης και πάλι δε σηκώθηκε να δουλέψει.
- Τι έπαθες τώρα μάστορα; Δε χόρτασες; Τον ρώτησε η μπαρίνα.
- Τι να πάθω, της λέει εκείνος. Άμα το τσουβάλι είναι γεμάτο δε λυγάει! Κι έκατσε πάλι στον ίσκιο αποκαμωμένος από τη ζέστη του κάμπου.

Ο μπαρμπα-Γιαννέλης και τα χάπια
Ο μπαρμπα-Γιαννέλη Τζίνας ήταν μεγάλος πότης και πολύ ετοιμόλογος.. Κάποια φορά πήγε στο γιατρό γιατί ένιωσε μια αδιαθεσία.
Ο γιατρός τον εξέτασε και του έδωσε κάτι φάρμακα.
Ο μπαρμπα-Γιαννέλης που πρώτη φορά πήγαινε στο γιατρό, κοίταζε μια φορά τα χάπια μια το γιατρό. Στο τέλος τον ρωτάει:
- Γιατρέ, τα χάπια με τι να τα πιω; Με κρασί ή με τσίπουρο;
Κόκαλο ο γιατρός.


Ο Γιάννη Ζούκας και οι Πουρνιώτες
Ο Γιάννη Ζούκας είχε κάποτε μπακάλικο στο χωριό. Οι Πουρνιώτισσες έφερναν από το χωριό τους κρασί και το αντάλλαζαν με λάδι. Ο μπακάλης είχε μια οκά χιλιοστραβωμένη. Την είχε κόψει και λίγο στην κορφή για να χωράει λιγότερο. Μ’ αυτήν την οκά έβαζε το λάδι από το βαρέλι στα ασκιά που είχαν το κρασί οι Πουρνιώτισσες.
Μια απ’ αυτές, βλέποντας το χωριανό μας να αδειάζει γρήγορα την οκά στο ασκί για να την κλέψει, δεν κρατήθηκε και του λέει:
-       Γιάννη, την έχεις μικρή, τη βάζεις λίγο, δεν την αφήνεις και να στραγγίσει;


Ο Αποστόλης Τζίνας και οι μεθυσμένες κότες
Κάποτε δούλευε στα ξένα ο Αποστόλης Τζίνας με την παρέα του. Η αφεντικίνα είχε πολλές κότες και οι μαστόροι έτριβαν τα χέρια τους και κρυφογελούσαν νομίζοντας ότι θα περάσουν καλά. Έλα όμως που η κυρά ήταν τσιγκούνα και τους τάραζε κάθε μέρα στα φασόλια και στο κουρκούτι.
Ο Αποστόλης Τζίνας, που έκοβε το μυαλό του, σκαρφίστηκε ένα τέχνασμα. Παίρνει κάμποσο καλαμπόκι και το βάζει σε μια κατσαρόλα με τσίπουρο μέχρι να φουσκώσει καλά. Πάει κρυφά και το ρίχνει στις κότες. Αυτές το έφαγαν και σε λίγο άρχισαν να τρεκλίζουν. Τις βλέπει η κυρά και γεμάτη ανησυχία ρωτούσε τι έπαθαν οι κότες της.
- Σφάξ’ τες γιατί θα ψοφήσουν και θα πάνε χαμένες, την ορμήνεψε ο μπαρμπα-Αποστόλης.
Τι να κάνει κι αυτή πιάνει και με βαριά καρδιά τις σφάζει. Και καθώς στα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν ψυγεία, οι μαστόροι έφαγαν όσες κότες δεν είχαν φάει σ’ όλη τους τη ζωή.

Πώς δυο Κερασοβίτες καθυστέρησαν τη Μικρασιατική εκστρατεία για δυο εβδομάδες
    Στο λιμάνι της Πάτρας είχαν συγκεντρωθεί πολλά στρατεύματα με σκοπό να προωθηθούν στη Σμύρνη για να λάβουν μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία. Στον τιτάνιο αυτό αγώνα συμμετείχαν 53 χωριανοί μας.
   Κάποια στιγμή διαδόθηκε ότι από τις αποθήκες του εφοδιασμού κλάπηκε μια  νταμιτζάνα τσίπουρο. Το τάγμα της Πελοποννήσου κατηγόρησε για την κλοπή το τάγμα των Ηπειρωτών. Το λόγο ζήτησαν δυο δικοί μας: ο Απόστολος Τζίνας μαζί με τον Κώστα Αποστόλου. Ο πρώτος ήταν πολύ οξύθυμος αλλά ο δεύτερος ήταν  άντρακλας, ψηλός και γεροδεμένος.
   Κουβέντα στην κουβέντα ήρθαν στα χέρια και η σύρραξη πήρε διαστάσεις. Οι αξιωματικοί βρήκαν το μπελά τους. Άρχισαν οι ανακρίσεις αλλά πού να βγάλουν άκρη. Με τις φασαρίες αυτές ο απόπλους καθυστέρησε 15 μέρες. Όσο για τη νταμιτζάνα, όπως καταλαβαίνετε, δεν βρέθηκε.


Γιατί τα γεράματα δεν αρέσουν σε κανέναν
  Ένας χωριανός μας, ονόματα δε λέμε, συνταξιούχος πια, καθώς ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα έκανε τη   βόλτα του στην πλατεία του χωριού, συνάντησε μια νεανική του αγάπη. Ποιος ξέρει πόσες αναμνήσεις πλημμύρισαν το μυαλό του. Αφού είπαν τα τυπικά, γυρίζει και της λέει με πολλή ειλικρίνεια:
 -Τι να σου πω. Όταν ήμουν νέος φοβόμουν μη μου μπεις ‘όχι’, τώρα φοβάμαι μη μου πεις ‘ναι’!


Η κυδωνιά της Κωλέτσαινας Ζήκα
  Η Κωλέτσαινα Ζήκα ήταν μια πολύ δυναμική γυναίκα..
  Στην αυλή του σπιτιού της είχε μια κυδωνιά που όμως δεν έκανε κυδώνια. Κάποια φορά λοιπόν την έπιασαν τα διαόλια της. Πιάνει ένα τσεκούρι, πάει κάτω από το δέντρο και, σαν να μιλούσε σε άνθρωπο, της λέει:
 -Το βλέπεις αυτό; Αν δεν κάνεις και φέτος κυδώνια, θα σε κόψω στη ρίζα. Τ’ ακούς;
 Πάντως  τα εγγόνια της μαρτυρούν ότι το δέντρο την άλλη χρονιά κάρπισε!



Αυτό το ανέκδοτο που είπε  ο πρέσβης της (τότε) Σοβιετικής Ένωσης στην τηλεόραση. Κυκλοφορεί πολύ στη Ρωσία.

O Θεός και οι Έλληνες
Όταν ο Θεός μοίραζε τον κόσμο, είπε σε όλους τους λαούς που είχε φτιάξει να περάσουν μέσα στη βδομάδα να διαλέξουν μια χώρα να κατοικήσουν.
«Δέχομαι μέχρι το Σαββάτο» τους ξεκαθάρισε. «Την Κυριακή θα ξεκουράζομαι».
Δευτέρα πρωί έτρεξαν και στήθηκαν στην ουρά οι τυπικοί και οργανωτικοί  Γερμανοί. Την πρώτη μέρα της προθεσμίας. Κι έτσι τους έδωσε μια ωραία και μεγάλη χώρα στην καρδιά της Ευρώπης.
Μετά από λίγο ήρθαν οι Κινέζοι. Ομοιόμορφα ντυμένοι και σε παράταξη. Ήταν μπόλικοι και τους έδωσε την Κίνα.
Την Τρίτη οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Άγγλοι, οι Πορτογάλοι, οι Σουηδοί, οι Αμερικάνοι, οι Καναδοί. Πήραν όλοι από μια χώρα.
Τετάρτη όλοι οι Αφρικανοί με τα πολύχρωμα ρούχα τους. Τους έδωσε ολόκληρη την όμορφη Αφρική και τους είπε να τη μοιραστούν.
Την Παρασκευή, αφού τέλειωσαν με τη γραφειοκρατία, πήγαν οι Ρώσοι. Αφού είδαν τι πήραν οι άλλοι, συμφωνήσαν και πήραν την παγωμένη αλλά πανέμορφη Ρωσία.
Το Σαββάτο ήρθαν όλες οι υπόλοιπες φυλές και έθνη και πήραν ό,τι περίσσεψε.
Το Σάββατο βράδυ, αργά, έφτασαν οι Τσιγγάνοι με όλα τους τα παιδιά. Ο Θεός τους είπε ότι άργησαν πολύ και δεν είχε μείνει τίποτα. Ήταν και πολλοί, πού να τους βάλει; Παρ’ όλα αυτά, επειδή ήταν μέσα στην προθεσμία, τους επέτρεψε να πάνε σε όποια χώρα θέλουν και να μείνουν με τους κατοίκους της. Κι έτσι απλώθηκαν παντού.
Την Κυριακή ο Θεός κάθισε να αναπαυθεί ευχαριστημένος. Κατά το απογευματάκι βλέπει έξω από την πόρτα του ένα πλήθος να φωνάζει να του ανοίξουν! Ήταν οι Έλληνες,, ως συνήθως εκπρόθεσμοι, και μόλις μπήκαν, άρχισαν τα παρακάλια:
– Άνοιξε,  Θεούλη μου, σε παρακαλούμε. Θέλουμε κι εμείς μια πατρίδα.
– Τι θέλετε εδώ παιδιά; Δεν είπαμε ότι την Κυριακή ξεκουράζομαι;
– Το ξέρουμε, Θεούλη μου, αλλά μπερδέψαμε τις ημερομηνίες, τσακωθήκαμε και μεταξύ μας για το πώς θέλουμε τη χώρα… Μη μας αφήσεις, σε παρακαλούμε, χωρίς δική μας πατρίδα σαν τους τσιγγάνους… Είμαστε νοικοκυραίοι εμείς.
– Καλά, βρε παιδιά, γιατί δεν ήρθατε νωρίτερα; Τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε σπιθαμή. Τα έχω μοιράσει όλα.
– Θεούλη μου, εμείς φταίμε. Αλλά θα το δεις.  Έχουμε πολλά να κάνουμε και να δώσουμε στον κόσμο. Δώσε μας μια πατρίδα και θα την υπερασπιζόμαστε με τη ζωή μας. Σε παρακαλούμε.
Αφού είδε κι απόειδε, τους είπε:
– Καλά, καλά. Τότε θα σας δώσω ένα μικρό κομματάκι που είχα κρατήσει για τον εαυτό μου (!!!)

Αστυνομική διαταγή του 1907
Η διαταγή του αστυνομικού διοικητή του χωριού Ματαράγκα Καρδίτσας το 1907 έχει πολλά ευτράπελα και αστεία και τη δημοσιεύουμε προς τέρψιν των αναγνωστών. Αν και έχουν περάσει 107 χρόνια από τότε, κάποια από αυτά, δυστυχώς, γίνονται και σήμερα!  Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία και η σύνταξη του πρωτοτύπου.
«Προς άπασας τας αρχάς που διοικούν το χωρίον Ματαράγκα Καρδίτσης:
Δήμαρχο, ιερέα του χωριού, Δάσκαλο και άπαντας τους προύχοντας του χωριού.
Ήλθε εις Ματαράγκαν κατόπιν διαταγής του Διοικητού μου μετά ενός χωροφύλακος προς επιβολήν της τάξεως από άκρου εις άκρον του χωρίου άνευ χρονοτριβής και άμεσα.
Διότι προχθές στο σεργιάνη μετά την Θίαν και Ιεράν Λειτουργίαν εν το Ναό  όταν έπαιζαν τα κλαρίνα και τα όργανα ο Κώστας (ας μην αναφέρω το όνομά του) χόρεβε συνέχεια μπροστά χωρίς να αφίνη και τους άλλους να χορέψουν μπροστά με κατά σινέπια παραξιγιθήκατε και πλακοθίκατε στο ξίλο με τα παλούκια και τα μαχέρια με αποτέλεσμα και κατά σινέπια να τραβματιστούν πολλοί άνθροποι.
Πάραφτα να εφαρμόσετε άπασας τας εξίς διαταγάς μου:
1)   Αν ξανασιμβή τάφτη πράξης εν τω χωρίο να γνορίζετε ότι θα σας συλλάβω και άνεφ χρονοτριβής αμέσος θα σας κλείσο στη φυλακή. Όταν πέζουν τα κλαρίνα και τα μουσικά όργανα στο πανιγίρη και στο γάμο πρέπη να χορέβουν μπροστά άπαντες που επιθιμούν  να χορέψουν κι όχι μόνο ο ίδιος άνθρωπος. Αφτό είναι γαηδουριά.
2)   Μου αναφέρθικε ότι ο γάηδαρος του χαντζόπουλου τον Σεπτέμβριο μπίκε στο καλαμπόκ του Βάιου (ας μην αναγράψο το επίθετο) και ο Βάιος εκνεβρίστικε και κάρφοσε τον γάηδαρο με την αξάλη στο ένα καπούλη. Καταλαβένετε ο γάηδαρος δεν είναι ο όνος αλά ο Βάιος. Άνεφ πολόν σκέψεον καταλαβένη κανής ότι το κεφάλη δεν έχη μιαλό αλά κολοκιθόσπορο. Απαγορεύετε να ξαναγίνη εκ νέου τέτιο απαράδεκτο ή παρόμιο πράγμα.
3)   Πήγα στο μαγαζή για καφέ και από έξο βρομούσε κατρουλιό. Απαγορεύετε να κατουράτε έξω στον τοίχο του μαγαζιού.
4)   Απαγορεύετε το βρισίδιν το φονασκίν και εντός του καφενίου το ανεμίζην διότι είναι χιμόνας και εσθάνετε την αποφορά από τη βρόμα. Όστις επιθιμή να ανεμιστή να εξέρχετε έξοθεν του καφενίου.
5)   Ίδα πολές γυνέκες να πιάνουν τη σιγκούνα μετά του υποκαμίσου να το τραβούν προς το έμπροσθεν να ανίγουν τα πόδια και να ουρούν ορθίος. Το τιούτην είναι απαράδεκτο  και πρέπη άνεφ χρονοτριβίς να τις βρακόσετε άπαξ και διαπαντός.
6)   Όταν λίαν προία πάτε τα γελάδια στο γελαδάρη και γιρίζοντας πρέπη ανιπερθέτος να μαζέβετε τις βονιές των ζώον από το δρόμο. Το ίδιο να κάνετε και το βράδη διότι δεν έχη που να πατίση όστις βαδίζη εις τας οδούς του χωρίου. Και εκτός του τιούτου σας χριάζοντε οι βονιές να ζεστένεστε στο μπουχαρί το χιμόνα με το κρίο.
7)   Σε κάθε πανιγίρι αποκριές πάσχα και γάμους που βαδίζει καλοντιμένος ο κόσμος πάι στην Εκλισία και μετά χορέβη πρέπη άπαντα τα σκυλιά να είναι δεμένα δια χονδρόν αλυσίδεον και σχινίον προς αποφιγίν ατιχιμάτων εκ τον σκυλοδαγκομάτων.
8)   Να μιν πίνετε πολί ινοπνεβματόδη ποτά τσίπουρα και ίνους και μετά ξερνοβολάτε και κάνετε χαζομάρες.
9)   Να τιρίσετε άνεφ αντιρίσεως και χρονοτριβής την άνοθεν τάφτην  διαταγήν μου άνθροπη σκύλη και γινέκες διότι όπιος συληφθή παραβάτις θα τον σιλάβο  θα τον κλίσο στο σχολίο και αλίμονό του θα τον ταράξο και θα τον μαβρίσο στο ξίλο.
Να με σιγχορίτε αν έκανα κάπιο σιντακτικό λάθος καθότι τελίοσα και εγό την τρίτι του Δημοτικού σχολίου διότι δεν με έστιλε ο πατέρας μου από το χωρίον εις την Λάρισσαν για να μάθο περισσότερα γράματα. Σαν γκαραγκούνις που είμαι και εγό καταλαβένετε άπαντες τας γραφάς μου τας οπίας θέλετε δεν θέλετε θα τας τιρίσετε ανιπερθέτος.
Εν Ματαράγκα τη 6η Δεκεμβρίου 1907
Ο Διοικητής του Χωρίου
Νικόλαος Παπακωνσταντίνου
Υπονωματάρχης

Ο Απόστολος Τζίνας και οι «ήρωες»

Ο Απόστολος Βαγγελάκος Τζίνας, έβγαζε πέτρα στο νταμάρι για να χτιστεί το νοσοκομείο της Κόνιτσας. Η μεταφορά των εργατών από την Κόνιτσα στο χωριό γίνονταν με στρατιωτικό φορτηγό. Κατά τη διαδρομή, ο Απόστολος, που ως συνήθως είχε πιει τα τσιπουράκια του, παρακολουθούσε μια συζήτηση ανάμεσα σε στρατιώτες οι οποίοι περηφανεύονταν ότι στον εμφύλιο είχαν στήσει ενέδρα σε μια ομάδα ανταρτών και σκότωσαν τους περισσότερους. Τότε, ο μπάρμπα-Αποστόλης δεν άντεξε και εξαγριωμένος λέει στον αξιωματικό:
-Κύριε, εναντίον τίνος επολέμησες και εδοξάσθης; Ω, μέγα στρατηγέ! Εναντίον Περσών ή εναντίον αδελφών;

Αμέσως ο αξιωματικός σταμάτησε το φορτηγό και τον ξυλοφόρτωσε άγρια. Στη στιγμή πετάχτηκαν οι συγχωριανοί που ήταν στο φορτηγό και για να τον γλιτώσουν ισχυρίζονταν ότι τα είχε «τσούξει» λίγο.

Στρατηγός ο παππούς

Πριν λίγες δεκαετίες, όταν τα γεροντάκια δεν έπαιρναν σύνταξη, περίμεναν κι αυτά το χαρτζιλίκι τους από τους νεώτερους.
Έτσι κι ένας δικός μας, ονόματα δε λέμε, όταν ερχόταν ο εγγονός του από τα ξένα, του φώναζε:
-Αγγονέ, φαντάρος ο παππούς!
Το εγγόνι καταλάβαινε αμέσως το σύνθημα κι έκανε τον τρόπο του και τον κερνούσε κανένα τσιπουράκι ή του αγόραζε τσιγάρα.
Όταν όμως ο παππούς είχε κι αυτός χρήματα, φώναζε στον εγγονό:
-Αγγονέ, στρατηγός ο παππούς!
Βέβαια το εγγόνι απέφευγε το κέρασμα του παππού. ένιωθε όμως ήσυχο ότι ο αγαπημένος του παππούς θα πήγαινε χαρούμενος στο σπίτι.

Ο Αποστόλης Βαγγελάκος και ο αντάρτης

Στα χρόνια του Εμφυλίου έφτασε στο χωριό μας ένας αντάρτης και ζήτησε από τον Αποστόλη Τζίνα (Βαγγελάκο) να τον μεταφέρει με το  μουλάρι του στο στρατηγείο των ανταρτών που βρίσκονταν στον Κλέφτη.
Πρωί πρωί ξεκίνησαν την πορεία τους. Ο αντάρτης καβάλα και ο μπαρμπα-Αποστόλης τραβούσε το ζώο στο μονοπάτι. Στη διαδρομή ο αντάρτης έκανε κατήχηση στον συγχωριανό μας για τις ιδέες του κομμουνισμού. Καθώς η διαδρομή ήταν αρκετές ώρες, του είπε πολλά. ότι οι κομμουνιστές είναι δίκαιοι, ότι θα μοιράζονται τα υπάρχοντά τους και τον πλούτο τους, ότι δεν αγαπούν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και άλλα πολλά.
Προς το τέλος της διαδρομής και όταν κόντευαν πια να φτάσουν, ρωτάει ο αντάρτης τον δικό μας:
-Κατάλαβες τώρα, Αποστόλη, τι θα πει κομμουνισμός;
Ο μπαρμπα-Αποστολής  που τον είχαν πονέσει τα πόδια από το περπάτημα, του απάντησε με κάθε ειλικρίνεια:
-Κατάλαβα, σύντροφε. Πώς δεν κατάλαβα. Κομμουνισμός είναι να πας εσύ τη μισή διαδρομή καβάλα και την άλλη μισή εγώ!
Κόκαλο ο αντάρτης!

Το παιδί πιο εργατικό απ' τον πατέρα

Στις προηγούμενες δεκαετίες οι γονείς  έπαιρναν μαζί τους στην μαστορική τα παιδιά (αγόρια)  από μικρή ηλικία, συνήθως στα 12 χρόνια. Όπως ήταν φυσικό, μικρά παιδιά και μάλιστα κακοταϊσμένα και αδύναμα, δυσκολεύονταν πολύ μέχρι να δυναμώσουν.
Ένας δικός μας καθώς ταξίδευαν με τον πατέρα του για τη Σαμαρίνα, κοιμόταν καβάλα πάνω στο μουλάρι. Στο δρόμο ο πατέρας του, Θεός σχωρέστον, μεγάλο πειραχτήρι, όποιον αντάμωνε, αφού έλεγαν τα καθέκαστα, τελείωνε με την κουβέντα:
-Τι να κάνω; Έχω και τούτο το παιδί που δεν μ’ αφήνει να κάτσω. Κάθε πρωί με ξυπνάει και μου φωνάζει: «Ξύπνα πατέρα να πάμε για δουλειά!»


Ένα φιλί πριν πεθάνω

Ο Αποστόλης Τζίνας (Βαγγελάκος) κάθονταν στη βεράντα του σπιτιού του και, μερακλής καθώς ήταν, έπαιζε τη φλογέρα του. Από κάτω στο δρόμο ανέβαινε μια παλιά του αγάπη από τα χρόνια της νιότης του. Την είδε κι αυτός και σαν πλησίασε, άρχισε να μονολογεί. Η γυναίκα κοντοστάθηκε και τον ρώτησε:
-Τι κουβεντιάζεις μόνος σου, Αποστόλη;
-Τι να πω; της απάντησε. Αφού θα με φιλήσεις που θα με φιλήσεις  σαν πεθάνω, δε με φιλάς τώρα να το ‘φχαριστηθώ κιόλας;


Η μπάλα κι οι κομμουνιστές

Μετά τον Εμφύλιο, ο Βαγγέλης Μ. είχε καφενείο στην Πυρσόγιαννη. Γνωστός δεξιός  το έπαιζε καμπόσος στην τοπική κοινωνία.
Για να ενισχύσει τα κέρδη του μπακάλικου σκάρωσε λαχειοφόρο για τα παιδιά του χωριού. Το τυχερό λαχείο θα κέρδιζε μια μπάλα. Τα μικρά παιδιά με λαχτάρα έδιναν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να κερδίσουν τη μπάλα. Πότε κέρδιζαν καμιά καραμέλα, πότε κανένα τσιμπιδάκι και τις περισσότερες φορές τίποτα.
Ο τότε διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Πυρσόγιαννης, αναγκεμένος από τη γκρίνια του γιου του, τραβάει στο μπακάλικο και αγοράζει όλα τα λαχεία. Τα ανοίγει έναν  ένα, πουθενά η μπάλα! Φωνάζει τον μπακάλη και του λέει:
-Ρε απατεώνα, πού είναι η μπάλα;
-Α, για να σου πω, κυρ-αστυνόμε! μας κυνηγάν που μας κυνηγάν οι κομμουνιστές, μας κυνηγάς κι εσύ τώρα;

Κατερίνα Τσούβαλη
Περιοδικό ‘ΚΟΝΙΤΣΑ’


Το προξενιό του Κωλέτση Ζήκα

Εκείνα τα χρόνια ο Νάσιο Αδάμος είχε χηρέψει κι έμεινε μόνος του με 4 παιδιά, 3 κορίτσια και ένα παιδί (αγόρι) τον Γιώργο Βάσιο.
Ο Κωλέτσης  Ζήκας,  που τον είχε μπατζιανάκη, σκέφτηκε να του κάνει προξενιά για να ‘χει μια γυναίκα να του μεγαλώσει τα παιδιά.
Κάποτε πήγε στη Μόλιστα για να αγοράσει κρασί κι εκεί έμαθε ότι μια γυναίκα χήρα με καταγωγή από την Εξοχή, ήθελε να παντρευτεί. Την έφεραν στον Κωλέτση Ζήκα κι αυτός άρχισε να της μιλάει για τον Νάσιο Αδάμο ότι έχει δύο παιδιά, ότι έχει λεφτά γιατί ήταν στην Αμερική και άλλα πολλά μέχρι να την καταφέρει να πει το ναι.
Στο τέλος αυτή δέχτηκε να τον πάρει. Την πάει λοιπόν στο χωριό και μια και δυο την πάντρεψαν με τον Νάσιο Αδάμο. Το πρωί σηκώθηκε η γυναίκα και τι να δει! Απ’  τ' άλλο το δωμάτιο έβγαιναν ένα, δύο, τρία, τέσσερα παιδιά! Χωρίς να χάσει καιρό κι αυτή, τραβάει για το σπίτι του Κωλέτση Ζήκα. Φωνάζει, φωνάζει, «Κωλέτση, Κωλέτση!», τίποτα αυτός. Με τα πολλά βγαίνει στο παράθυρο.
-Καλά, τι μου ‘πες; του λέει. Αυτός που μου ‘δωσες έχει τέσσερα παιδιά.
Γυρίζει και αυτός και της απαντάει:
-Πήγαινε και συμμάζεψέ τα για να ζήσουν κι αυτά κι εσύ μαζί.

Τι να κάνει κι αυτή, γύρισε στον Νάσιο Αδάμο κι έκανε μαζί του άλλα 3 παιδιά: την Αγόρω, τον Αποστόλη και τον Χρήστο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου