Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Η καταγωγή των Βλάχων

Η Ελλάδα υποτάχτηκε στους Ρωμαίους το 146 π.Χ. και τα ελληνικά έγιναν επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου επί αυτοκράτορα Ηρακλείου, δηλαδή τον 7ο αιώνα μ.Χ.
Ο Ιωάννης Λυδός, σύγχρονος του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, αναφέρει εκτεταμένη χρήση των λατινικών για δημόσιους σκοπούς ανάμεσα στους Έλληνες. Η γενική αυτή παρατήρηση του Λυδού, λέει ο ιστορικός Βακαλόπουλος, ενισχύει την πιθανότητα, οι κάτοικοι ορισμένων ελληνόφωνων περιοχών της Βαλκανικής, ιδίως της υπαίθρου, να είχαν χάσει τελείως τη γλώσσα τους και να μιλούσαν μόνο λατινικά. Και ρωτάει: Εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος; Η απάντηση στο καίριο αυτό ερώτημα σίγουρα συμβάλλει στη λύση του προβλήματος της καταγωγής των Βλάχων.
Η αναφορά του Ιωάννη Λυδού επηρέασε τους ξένους ερευνητές, πολλοί από τους οποίους δέχτηκαν όχι μόνο την εντοπιότητα των Βλάχων, αλλά και υποστήριξαν την ελληνικότητα των λατινόφωνων της χερσονήσου του Αίμου, πλην αυτών της Δακίας (σημερινής Ρουμανίας). Έτσι, αναγνωρίζεται πλέον όχι μόνο  «’ελληνικός’ Ελληνισμός» αλλά και «’λατινικός’ Ελληνισμός».
Η λατινοφωνία των Ελλήνων του βόρειου ελληνικού χώρου οφειλόταν, εκτός από τους γενικότερους δημόσιους  σκοπούς, και στις υπηρεσίες φύλαξης σημαντικών οροδιαβάσεων, ιδιαιτέρως δε των στρατιωτικών οδών (viae militares), οι οποίες ένωναν την τότε δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με την ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (αργότερα Βυζάντιο). Αυτές οι οδοί χρειάζονταν όχι μόνο φύλαξη, αλλά και τακτική εποπτεία – συντήρηση, κάτω από τη διεύθυνση Ρωμαίων αξιωματούχων ή απομάχων του ρωμαϊκού στρατού.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο αυτοκράτορας Καρακάλλας (211-217 μ.Χ.) που ήταν θαυμαστής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είχε οργανώσει ολόκληρη φάλαγγα αποκλειστικά από μακεδόνες, οι οποίοι παρέμεναν  μόνιμα στις θέσεις όπου στέλνονταν, δημιουργούσαν οικογένειες και οικισμούς διαδίδοντας τη λατινική γλώσσα, που ήταν η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας.
Η επικράτηση της λατινοφωνίας σε εκείνες τις περιοχές γινόταν ευκολότερα επειδή τα μέρη αυτά βρίσκονταν μακριά από τα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα, όπου μόνο εκεί αντηχούσε αδιαλείπτως η ελληνική γλώσσα. Έτσι, άλλοι από τους ντόπιους Έλληνες του βόρειου ελληνικού τόξου έχασαν τη γλώσσα τους εντελώς και έγιναν λατινόφωνοι και άλλοι παρέμειναν δίγλωσσοι.
Κάτι ανάλογο, εξάλλου, είχε συμβεί και στα χρόνια του μεγάλου Αλεξάνδρου και των επιγόνων του στην Ασία.
Η γλώσσα των Βλάχων του βόρειου ελληνικού χώρου μαρτυρεί ότι έχει λατινική βάση, χωρίς όμως δακικές επιδράσεις που έχει η ρουμανική γλώσσα, πράγμα που είναι ευεξήγητο, αφού πολύ δύσκολα θα άφηναν οι λατινόφωνοι της Δακίας (σημερινής Ρουμανίας) τις εκεί εύφορες πεδιάδες τους, για να εγκατασταθούν  σε ορεινές και άγονες περιοχές της Ηπείρου και της Μακεδονίας.
Σύμφωνα με τις σύγχρονες απόψεις της γλωσσολογίας, η Αρωμουνική διάλεκτος (Κουτσοβλάχικη) προέρχεται απ’ ευθείας από τη δημώδη λατινική και όχι από τη ρουμανική, διότι, όπως αποδείχτηκε, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων αρχαϊκά στοιχεία της λατινικής που δεν υπάρχουν στη ρουμανική, επίσης δε και αρκετά αρχαιοπινή ελληνικά στοιχεία, που δεν διατηρήθηκαν στη νεοελληνική γλώσσα και στις περισσότερες διαλέκτους της.
Οι σημαντικότερες κοιτίδες Βλάχων, που τροφοδότησαν τον ελληνικό χώρο, ήταν περιοχές γύρω από τους παρακάτω νοητούς άξονες:
α) Δυρράχιο – λίμνη Αχρίδας ή Οχρίδας (από όπου διερχόταν η αρχαία Εγνατία Οδός)
β) Αυλώνα – Δυτική Μακεδονία
γ) Ηγουμενίτσα – Πίνδος – Δυτική Μακεδονία
 Οι άξονες αυτοί συνέκλιναν προς τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τη Βασιλεύουσα.
Εκτός από τα λιμάνια του Δυρραχίου και της Αυλώνας, οι Ρωμαίοι, πράγματι, χρησιμοποιούσαν ως λιμάνι και τον κόλπο της σημερινής Ηγουμενίτσας. Μάλιστα, στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το δικαστικό μέγαρο της πόλης αυτής, οι ανασκαφές έδειξαν ότι εκεί υπήρχε ρωμαϊκό λιμάνι. Έτσι, μπορούμε εύλογα να θεωρήσουμε ότι η βασική κοιτίδα  των βλαχόφωνων άνθισε,  αρχικώς, μέσα και γύρω από αυτό το γεωγραφικό τετράπλευρο που ορίζεται με κορυφές, το Δυρράχιο, την Αυλώνα, τη σημερινή Ηγουμενίτσα και τη Θεσσαλονίκη.
Από αυτές τις περιοχές, σταδιακά, τόσο στην εποχή του Βυζαντίου όσο και στην εποχή της τουρκοκρατίας οι Βλάχοι εξακτινώθηκαν και απλώθηκαν σε όλο σχεδόν  τον ελληνικό χώρο, καθώς και σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο ακόμα και σε περιοχές της Μεσευρώπης, όπως η Αυστρία και η Ουγγαρία, έχοντας διαχρονικά στη συντριπτική τους πλειοψηφία ελληνικό  προσανατολισμό και ελληνική συνείδηση.
Το όνομα Βλάχοι αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Βυζαντινό Γεώργιο Κεδρηνό, ο οποίος έγραψε ότι  ο αδελφός του μετέπειτα Βούλγαρου αυτοκράτορα Σαμουήλ φονεύθηκε το έτος 976 από ‘οδίτες Βλάχους’ μεταξύ Καστοριάς και Πρεσπών.
Γύρω στα 980, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος απένειμε στο Λαρισαίο πρόκριτο Νικολίτσα τον τίτλο του: «Αρχηγού των Βλάχων της Ελλάδας». Ο γεωγραφικός προσδιορισμός του τίτλου θα πρέπει να περιελάμβανε εκτός από τη Θεσσαλία  και περιοχές της σημερινής Ρούμελης, Ηπείρου και νοτιοδυτικής Μακεδονίας.
Σύμφωνα με κάποιο κώδικα της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων, τα σημερινά βλαχοχώρια: Περτούλι, Άγιος Νικόλαος, Χαλίκι, Κλεινός, Καστανιά και Ελάφι, στην περιφέρεια Ασπροποτάμου, υπήρχαν ήδη οικισμοί από τις αρχές του 10ου αιώνα. Βυζαντινά χρυσόβουλα των Μετεώρων αναφέρουν ότι στα 1040 υπήρχαν ομάδες βλάχικων οικογενειών που κατοικούσαν και εργάζονταν σε εκκλησιαστικά κτήματα της Επισκοπής Σταγών, της σημερινής Καλαμπάκας.
Στοιχεία από το Άγιον Όρος δείχνουν ότι υπήρχαν Βλάχοι στη Χαλκιδική κατά το έτος 1000. Ο Ιωάννης Κεκαυμένος στο ‘Στρατηγικόν’ του περιέγραψε πολεμοχαρείς Βλάχους γύρω από τα Τρίκαλα και τη Λάρισα.
Στα 1066, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα ξέσπασε στάση στη Θεσσαλία με κέντρο τη Λάρισα, λόγω της φορολογικής πολιτικής του αυτοκράτορα. Στη στάση συμμετείχαν Ρωμαίοι (Γραικοί), Βλάχοι και Βούλγαροι της Λάρισας και της περιοχής της. Μέσα από τις πηγές αυτών  των γεγονότων πληροφορούμαστε ότι οι Βλάχοι ήσαν μάλλον πολυάριθμοι και ιδιαίτερα στην περιοχή των Φαρσάλων.
Η Άννα Κομνηνή κάνει, εκτεταμένα, λόγω για Βλάχους της Θεσσαλίας. Το έτος 1083 και μέσα από τις γραφές της Άννας Κομνηνής έχουμε την πληροφορία ότι στην ανατολική Θεσσαλία, κάπου ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο, υπήρχε ένα χωριό Βλάχων με το όνομα Εζεβάν.
Στα 1160, ο Ισπανοεβραίος περιηγητής Βενιαμίν εκ Τουδέλης ταξιδεύοντας στις ελληνικές χώρες του Βυζαντίου επισημαίνει την ύπαρξη βλάχικων πληθυσμών στα βουνά της περιοχής της Λαμίας, στα όρια της σημερινής Θεσσαλίας, σε μια περιοχή που αποκαλεί Βλαχία, πιθανότατα λόγω της ύπαρξης  αξιόλογης δημογραφικής παρουσίας Βλάχων κατοίκων, αλλά και του ισχυρού πολιτικού ρόλου  που έπαιζαν.
Το 1183 οι Βλάχοι της Θεσσαλίας επαναστάτησαν κατά της βαριάς φορολογίας που επέβαλε ο Ισαάκιος Άγγελος για τον γάμο της θυγατέρας του.
Ήδη από τον 13ο αιώνα, σύμφωνα με την αναφορά του βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, η Θεσσαλία ονομαζόταν, ξεκάθαρα πια, Μεγάλη Βλαχία ή Άνω Βλαχία, σε αντιδιαστολή με τις περιοχές κυρίως της Αιτωλοακαρνανίας και Ευρυτανίας, που επικράτησε να είναι γνωστές με το όνομα Μικρή Βλαχία.
Η διάλυση του Βυζαντίου και η πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Σταυροφόρων το 1204 ίσως βοήθησε στο να αποκτήσουν οι Βλάχοι της Θεσσαλίας μια σχετική τοπική αυτονομία, όπως και άλλες ομάδες και τμήματα της αυτοκρατορίας. Οι εστίες που βρέθηκαν μέσα στην επικράτεια του Δεσποτάτου της Ηπείρου, συμβάλλοντας σημαντικά στην εδραίωση και εξέλιξή του. Η σποραδική εγκατάσταση Βλάχων σε διάφορα σημεία της Θεσσαλίας επιβεβαιώνονται από έγγραφες βυζαντινές αναφορές.
Γύρω στα 1228, αρκετοί οικισμοί που κατοικούνταν από Βλάχους, ίσως κάπου πάνω στην Πίνδο, είχαν παραχωρηθεί ως πρόνοιες, κάτι σαν τσιφλίκια, σε στρατιωτικούς αξιωματούχους του Δεσποτάτου. Στα 1266 και 1273, ομάδες Βλάχων φέρονται να κατοικούσαν ως δουλοπάροικοι σε μοναστηριακά κτήματα της Μακρινίτσας και της Πορταριάς, στο Πήλιο.
 Στα 1258 – 1259 οι Βλάχοι της Θεσσαλίας, υπό την αρχηγία του Ιωάννη Α’ Άγγελου Δούκα, νόθου γιου του Μιχαήλ Β’ Άγγελου, αρχικά προσέτρεξαν σε βοήθεια της συμμαχίας Δεσποτάτου Ηπείρου – Φράγκων Μοριά και Ρούμελης εναντίον του Ιωάννη Παλαιολόγου.
Στη συνέχεια όμως, ο Ιωάννης Β’ με τους Βλάχους Θεσσαλούς του άλλαξε στρατόπεδο και στην κρίσιμη μάχη της Πελαγονίας (κοντά στην Καστοριά) τάχθηκε με το μέρος του Παλαιολόγου, κόντρα στους Φράγκους που απέμειναν μόνοι τους, δεδομένου ότι αποχώρησε από τη συμμαχία και ο Δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β’ Άγγελος. Μετά το θάνατο του Μιχαήλ Β’ Άγγελου (1271) και μέχρι το 1289, ημιανεξάρτητος κυβερνήτης της Μεγάλης Βλαχίας εμφανίζεται να είναι ο Ιωάννης Α’ Άγγελος Δούκας.
Εκείνα τα χρόνια η πρωτεύουσα της Μεγάλης Βλαχίας ή καλύτερα το διοικητικό της κέντρο βρισκόταν στην οχυρή Υπάτη, τη λεγόμενη Νέα Πάτρα, στις βόρειες πλαγιές της Οίτης, κοντά στη Λαμία. Αν και τα σύνορα της Μεγάλης Βλαχίας μεταβάλλονταν συχνά κατά την περίοδο της μεγάλης ισχύος του Ιωάννη Α’, αυτά ξεκινούσαν από το Λιδορίκι και το Γαλαξίδι στον Κορινθιακό κόλπο και έφταναν μέχρι τον Σαραντάπορο στην Ελασσόνα, τα Σέρβια και τις πλαγιές του Ολύμπου.
Ο Ιωάννης Α’ απεβίωσε πιθανότατα το 1289 και η ηγεμονία της Μεγάλης Βλαχίας πέρασε στους δύο μικρότερους γιούς του, τον Θεόδωρο και τον Κωνσταντίνο, καθώς ο πρωτότοκος Μιχαήλ βρισκόταν αιχμάλωτος του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη.
Οι νέοι ηγεμόνες συνέχισαν μια πολιτική σύγκρουσης με τους συγγενείς τους και ηγεμόνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου, για εδάφη που ανήκαν στο Δεσποτάτο. Πολύ γρήγορα, ο Θεόδωρος χάθηκε από το προσκήνιο και ο Κωνσταντίνος παρέμεινε ηγεμόνας της Μεγάλης Βλαχίας μέχρι το θάνατό του στα 1303. Τη θέση του πήρε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Β’, η κηδεμονία του οποίου ανατέθηκε στον θείο του Δούκα των Αθηνών Γουίδων Β’ ντε λα Ρος.
Η βλάχικη ηγεμονία στην κεντρική Ελλάδα φαίνεται ότι διαλύθηκε μετά το θάνατο του Ιωάννη Β’ Δούκα το 1318 και την άφιξη των Καταλανών.
Οι Οθωμανοί Τούρκοι έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους στη Θεσσαλία το έτος  1393. Το σίγουρο είναι ότι στην αρχή, όπως όλοι οι προηγούμενοι κύριοί της, περιορίστηκαν στην κατοχή των πεδινών περιοχών, των κάστρων και των πόλεων.
Στα 1430 περνούν τις διαβάσεις της Πίνδου, ανάμεσα από τα Βλαχοχώρια, με σκοπό να καταλάβουν τα Ιωάννινα. Από τότε, ίσως, χρονολογείται η πρώτη παραχώρηση προνομίων από τους Οθωμανούς προς τους ορεινούς πληθυσμούς της Πίνδου, Βλάχους και μη.
Το πιθανότερο είναι ότι οι νέοι κατακτητές αδυνατούσαν να τους υποτάξουν με τα όπλα και είχαν ανάγκη τη συνεργασία τους για την απρόσκοπτη  διάβαση των περασμάτων. Επιπλέον, προσπαθώντας να αποφύγουν τις ληστρικές τους επιδρομές αναγνώρισαν σε αυτούς κάποιο βαθμό αυτονομίας.
Το 1440, Βλάχοι και άλλοι ορεινοί πληθυσμοί της Πίνδου σε συνεργασία με τον τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ Δραγάση Παλαιολόγο, που τότε ακόμη βρισκόταν στον Μιστρά, επιτέθηκαν κατά των Τούρκων στα πεδινά της Θεσσαλίας. Ανάλογες επιθέσεις φαίνεται ότι επανέλαβαν και το 1444. Όμως σταδιακά, η αντίσταση ήταν πια μάταιη.
Έτσι, γύρω στα 1480, οι Βλάχοι της Πίνδου υποχρεώθηκαν, για να αποφύγουν την ολοκληρωτική υποταγή, να υπαχθούν στην οθωμανική εξουσία, κάτω όμως από το προνομιακό καθεστώς φορολόγησης από το ταμείο της Βαλιδέ Σουλτάνας, της μητέρας του εκάστοτε σουλτάνου. Το αντάλλαγμα ήταν η διατήρηση μέρους της αυτονομίας τους. Παράλληλα, η εκ των πραγμάτων προνομιακή αντιμετώπιση των ορεινών πληθυσμών σηματοδότησε τη μετακίνηση ενός σημαντικού αριθμού των πεδινών χριστιανικών πληθυσμών, Βλάχων και μη, οι οποίοι αποτραβήχτηκαν στις ασφαλέστερες περιοχές των ορεινών.
Η προσαύξηση του ορεινού πληθυσμού οδήγησε στη μετεξέλιξη των απλών ορεινών κατούνων σε δυναμικότερους οικισμούς, που έπαιρναν τη μορφή των εδραίων χωριών, μια διαδικασία που σαφώς ευνόησε τα Βλαχοχώρια κατά μήκος της Πίνδου. Αυτό βεβαίως, δεν σημαίνει ότι χάθηκαν εντελώς οι πεδινές βλάχικες εγκαταστάσεις ή ότι οι Βλάχοι έπαψαν τις επαφές τους με τον θεσσαλικό κάμπο. Την ίδια περίοδο σημειώνεται η γέννηση, η ανάπτυξη και η εδραίωση του αρματολισμού.
Η ενδυνάμωση των ορεινών, η νομαδοκτηνοτροφική οικονομία και ο αρματολισμός αποτέλεσαν ένα σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων που το ένα τροφοδοτούσε το άλλο. Δίχως αμφιβολία, οι βλάχικοι πληθυσμοί υπήρξαν συστατικό στοιχείο και των τριών. Βρέθηκαν να κατοικούν στις περιοχές σημαντικών ορεινών διαβάσεων, που αντιμετωπίστηκαν ως προνομιούχες, με αποτέλεσμα να γίνουν ρυθμιστές τόσο της ασφάλειας όσο και της διαμετακομιστικής οικονομίας..
Αναπτύσσοντας και ελέγχοντας την κτηνοτροφική παραγωγή μπόρεσαν να ξεπεράσουν τους καθηλωμένους και εξαρτώμενους πληθυσμούς των πεδινών αγροτικών περιοχών. Σταδιακά, εξελίσσονται σε εμποροβιοτέχνες, μεταφορείς και κεφαλαιούχους, με άμεσο αντίκτυπο τη συμμετοχή τους στην ανάπτυξη της  νεοελληνικής πνευματικής αναγέννησης και του διαφωτισμού. Το πληθυσμιακό τους πλεόνασμα συμμετέχει ενεργά στην ανάπτυξη των αστικών κέντρων. Παράλληλα, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο Νικόλαος Κασομούλης, οι κτηνοτροφικοί πληθυσμοί των Βλάχων επανδρώνουν συστηματικά τις τάξεις των πολεμιστών, των γνωστών μας αρματολών.
Οι κοτζαμπάσηδες των Βλαχοχωρίων και οι δυναμικοί εμποροβιοτέχνες, οι αρχιτσελιγκάδες και οι απλοί πιστικοί, οι καπεταναίοι των αρματολικίων και οι ανυπότακτοι κλέφτες, πολλές φορές ταυτίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με ισχυρούς και συχνά συγγενικούς δεσμούς. Στα χρόνια αυτά και παρά την κινητικότητά τους, οι βλάχικοι πληθυσμοί βρέθηκαν αποτραβηγμένοι  κατά μήκος της Πίνδου και των ορεινών προεκτάσεών της και εκεί δημιούργησαν και ανέπτυξαν τα μητροπολιτικά τους κέντρα.
Από τη Μοσχόπολη μέχρι το Περτούλι μπορεί να μετρήσει κανείς  περισσότερα από 80 Βλαχοχώρια. Ωστόσο, το ανήσυχο πνεύμα τους σε ειρηνικές περιόδους, αλλά και οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν σε περιόδους ανασφάλειας και πολεμικών γεγονότων τους διασκορπίστηκαν  στις ελληνικές χώρες, αλλά και στις γύρω βαλκανικές, μέχρι και τις ελληνορθόδοξες παροικίες της Ευρώπης και της Μεσογείου.
Μετά τις αποτυχημένες επαναστάσεις του 1600 και 1611, όπου οι χριστιανοί της Θεσσαλίας και της Ηπείρου ακολούθησαν το κάλεσμα του μητροπολίτη Τρίκκης (σημερινά Τρίκαλα)  Διονύσιου του Φιλόσοφου, παρουσιάστηκε ένας ακόμη αρνητικός παράγοντας για την ασφάλεια των Βλαχοχωρίων της Πίνδου. Ήταν ο σταδιακός περιορισμός του αριθμού των χωριών που υπάγονταν στο προνομιακό καθεστώς ένταξης στο ταμείο της Βαλιδέ Σουλτάνας.
Οι Οθωμανικές αρχές παραχώρησαν πολλά από τα πρώην προνομιούχα χωριά  σε διακεκριμένους Οθωμανούς ή εξισλαμισθέντες πολεμιστές, τους γνωστούς σπαχήδες, για οικονομική αποκατάστασή τους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν τα περισσότερα χωριά να χάσουν την αυτοδιοίκησή τους και να πέσουν σε οικονομική και δημογραφική εξαθλίωση.
Όταν γύρω στα 1770 ξέσπασε το κίνημα των Ορλωφικών, τα Βλαχοχώρια της νότιας Πίνδου βρίσκονταν στην ακμή της ανάπτυξής τους. Από τότε και μέχρι την δημιουργία του ελληνικού κράτους (1830), μια σειρά από δύσκολες και αξεπέραστες καταστάσεις άρχισαν να αποδυναμώνουν σταδιακά και τελικά να εξαφανίσουν σχεδόν ολοκληρωτικά τις συνθήκες για περαιτέρω ανάπτυξή τους. Τα γεγονότα αυτής της περιόδου γέννησαν μια σειρά από νέες πληθυσμιακές εξόδους. Τα κύματά τους έφτασαν σε μακρινές περιοχές και συνετέλεσαν  στην ενίσχυση άλλων βλάχικων εγκαταστάσεων και τη δημιουργία νέων. Η πιο άγνωστη πλευρά αυτών των βλάχικων πληθυσμιακών μετακινήσεων από τη νότια Πίνδο είναι η συμβολή τους στην ανάπτυξη των ρωμαίικων – ελληνορθόδοξων κοινοτήτων στην ανατολική Μακεδονία, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Η καταστροφή της Μοσχόπολης το 1769 ήταν αναπόσπαστο μέρος των επαναστατικών και πολεμικών γεγονότων που ονομάζονται ‘Ορλωφικά’, τα οποία διήρκησαν από το 1768 έως το 1774. Μπορεί να χάθηκε η Μοσχόπολη, όμως οι ομάδες των φυγάδων – προσφύγων μετέφεραν το πνεύμα της σε δεκάδες νέους και παλιότερους βλάχικους οικισμούς και παροικίες από το Δυρράχιο μέχρι τη Φιλιππούπολη και από το Πήλιο μέχρι τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη.
Στη δυτική Μακεδονία οι πρόσφυγες βρέθηκαν στην Καστοριά, το Άργος Ορεστικό, το Νεστόριο, το Βογατσικό, την Κλεισούρα, το Πισοδέρι, το Νυμφαίο, τη βλάστη, το σισάνι, τη Σιάτιστα, την Εράτυρα, την Κοζάνη, τη Σαμαρίνα, το Βελβενδό. Στην κεντρική – ανατολική Μακεδνία εγκαταστάθηκαν στην Έδεσσα, τη Νάουσα, τη Βέροια, τα Γιανιτσά, τη Θεσσαλονίκη, τα ΄Νω Πορόια, τις Σέρρες, τη Νιγρίτα, τη Δράμα, την Προσοτσάνη, την Κβάλα μέχρι και τη Θράκη: την Ξάνθη και την Αδριανούπολη. Στα βόρεια: στο μοναστήρι, στο Κρούσοβο, στο Μεγάροβο, στα Σκόπια, στο κουμάνοβο, στο Τέτοβο κ.λ.π. Στο Κόσοβο, στην Πρίστινα κ.λ.π. Στην Αλβανία: στην Κορυτσά, στον Αυλώνα, στο Μπεράτι, στο Δυρράχιο, στο Ελβασάν κ.λ.π.Νοτιότερα: στα Ιωάννινω, στα Ζαγοροχώρια, στο Δελβινάκκι, στη Φούρκα, στο Μέτσοβο, στα Αμπελάκια, στις Μηλιές Πηλίου κ.λ.π.
Κάτω από τις πιέσεις του Αλή πασά κάποια ομάδα από τη Σαμαρίνα, γύρω στα 1808, εγκατέλειψε το χωριό και τράβηξε κυρίως για την ανατολική Μακεδονία όπου σκόρπισε στις εκεί  διαμορφούμενες εγκαταστάσεις των Βλάχων. Η έξοδος του 1808 πρέπει να σχετίζεται με την τότε αντιπαράθεση ανάμεσα στον Αλή πασά και τον αρχιαρματολό Παπαθύμιο Βλαχάβα.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στις βλάχικες κοινότητες του Γράμμου και τους Τουρκαλβανούς θα πρέπει να ήταν κλιμακούμενη, μέχρι να καταλήξει σε ανοιχτή σύγκρουση, τη λεηλασία και την ερήμωση πολλών από τους βλάχικους οικισμούς της περιοχής αυτής. Γραμμουστιάνικα φαλκάρια  (φαλκάρι=βλάχικη πατριά) βρέθηκαν στις πλαγιές του Καϊμακτσαλάν, του Πάικου ή του Πιρίν.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ανάμεσα στο 1881 (έτος ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας στην Ελλάδα) και μέχρι το 1912 σημειώνεται μια σταθερή ροή για μονιμότερη  εγκατάσταση  Βλάχων προς τα πεδινά της ελληνικής πλέον Θεσσαλίας. Εκτός από τους Βλάχους της  νότιας Πίνδου στο φαινόμενο αυτό συμμετείχαν και Βλάχοι από τις περιοχές Γρεβενών, Γράμμου, Ολύμπου, μέχρι και οι Αρβανιτόβλαχοι από τις περιοχές της Κορυτσάς και του Μοναστηρίου.

Σημείωση: Οι Αρμάνοι, γνωστοί στην Ελλάδα κυρίως ως Βλάχοι, είναι μια πληθυσμιακή ομάδα τα μέλη της οποίας  κατοικούν κυρίως στην Ελλάδα, στην Αλβανία και στην Π.Γ.Δ.Μ. Τα μέλη της μιλούν διάφορες προφορικές βλάχικες διαλέκτους γνωστές επίσης υπό τον νεολογισμό αρωμαυνική γλώσσα.
Η αρωμουνική είναι το σύνολο των προφορικών μη συστηματοποιημένων βλάχικων διαλέκτων που ομιλούνται στα νότια Βαλκάνια. Οι προφορικές αυτές ντοπιολαλιές είναι λατινογενούς προέλευσης. Οι βλάχικοι πληθυσμοί ήσαν κάποτε  κατά κύριο λόγο δίγλωσσοι.
Σήμερα στον ελλαδικό χώρο ένα μέρος τους συνεχίζει να μιλά, παράλληλα με την ελληνική και τα βλάχικα, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος των  ατόμων βλάχικης καταγωγής μιλάει σήμερα μόνο τα ελληνικά. Στις χώρες της διασποράς  χρησιμοποιούσαν την ελληνική και τις εκεί επίσημες γλώσσες.
Στην προφορική τους γλώσσα οι βλαχόφωνοι ονομάζονται Αρμάνοι ή Ρεμένοι, ενώ στα ελληνικά και τις περισσότερες γλώσσες του κόσμου ονομάζονται Βλάχοι. Ο βλάχικος αυτοπροσδιορισμός Αρμάνοι είναι σύνθετη λέξη από το a + Romani, δηλαδή α + Ρωμάνοι, όπως ονομάζονταν οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι στις νότιες επαρχίες του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους. Οι Ρωμάνοι είναι γνωστοί  στους βυζαντινούς χρόνους οι λατινόφωνοι υπήκοοι του ρωμαϊκού κράτους και ως Ρωμαίοι (Ρωμιοί) οι ελληνόφωνοι υπήκοοί του.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Στάθη Ασημάκη «Τοπωνύμια –οβα, -οβο,     -ιτσα, -ιστα», Αθήνα 2015. Ο συγγραφέας αντλεί τα στοιχεία από το έργο του Αστέριου Ι. Κουκούδη «Μελέτες για τους Βλάχους», Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000, το οποίο τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου