ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΟΥ ΡΙΑΧΟΒΟΥ

 Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΣΟΒΙΤΙΚΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΡΙΑΧΟΒΟΥ

Η ιστορία του δάσους μας στην περιοχή Ριάχοβο αποτελεί  μέρος της ιστορίας του χωριού από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα. Την αναδημοσιεύουμε στο περιοδικό μας από το βιβλίο του αείμνηστου Τάκη Σαμαρά, έκδοση 2000, για να την μάθουν όσοι την αγνοούσαν και κατά δεύτερο για να δούμε πώς το σύγχρονο ελληνικό κράτος  απαξίωσε τα χωριά μας αλλά και κατ’ επέκταση την ελληνική επαρχία με πολιτικές αντιφατικές και  αντιπαραγωγικές με αποτέλεσμα τον οικονομικό μαρασμό και τέλος στην παρακμή της σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο.

Α. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
Σύμφωνα με την Οθωμανική νομοθεσία τα χωριά ήταν χωρισμένα σε τρεις κατηγορίες: Αυτά που ανήκαν στο δημόσιο, αυτά που ήταν τσιφλίκια, δηλαδή ανήκαν σε κάποιον ιδιοκτήτη και τα κεφαλοχώρια τα οποία ανήκαν κατά νομή, κυριότητα και κατοχή στους κατοίκους τους.
Το χωριό μας ανήκε εξαρχής στα κεφαλοχώρια και κατέβαλε φόρους στους Σπαχήδες. Οι Σπαχήδες ήταν ένα σώμα εφέδρων που ήταν υποχρεωμένοι να στρατεύονται όταν τους καλούσε ο Σουλτάνος και λάμβαναν ως μισθό τους φόρους κάποιας περιοχής. Ο θεσμός των Σπαχήδων καταργήθηκε από το οθωμανικό κράτος το 1844.
Οι κάτοικοι του χωριού μας την εποχή της Τουρκοκρατίας υπέφεραν από λεηλασίες της περιουσίας τους και της παραγωγής τους από ληστές κυρίως Τουρκαλβανούς αλλά και Έλληνες. Ήταν λοιπόν αναγκασμένοι να ζητούν προστασία από τους Τούρκους τοπικούς διοικητές. Για την προστασία αυτή πλήρωναν οι κάτοικοι ένα ετήσιο χρηματικό ποσό, το λεγόμενο «αγαλίκι». Το Κεράσοβο μέχρι το 1830 πλήρωνε στους Τούρκους ως αγαλίκι  120 γρόσια το χρόνο. Πληρώνονταν ανά οικογένεια ανάλογα με την οικονομική της δύναμη. Τα χρήματα τα συγκέντρωνε η μουχταρογεροντία του χωριού μας και τα παρέδινε στους Σπαχήδες που έρχονταν στο χωριό μας για να τα παραλάβουν.
Όταν το οθωμανικό κράτος κατάργησε αυτόν τον πρόσθετο φόρο που ήταν δυσβάσταχτος για τις φτωχές και άγονες περιοχές μας, ήρθαν στο χωριό μας μπέηδες από τη Φράσαρη της Πρεμετής της Βορείου Ηπείρου, οι επονομαζόμενοι  Μαναλής και Γιακούμπ, οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ απαίτησαν να καταβληθεί σε αυτούς ο καταργηθείς φόρος «αγαλίκι» και μάλιστα όχι στο ποσό των 120 γροσίων που πλήρωναν στους Τούρκους αλλά 1200 γρόσια!
Το θράσος τους αυτό εξόργισε τους παππούδες μας  και όχι μόνο αρνήθηκαν να το καταβάλουν αλλά προσέφυγαν στην ανώτατη διοίκηση που βρίσκονταν στην πόλη  Μοναστήρι, πόλη της FYROM, όπου υπάγονταν και  η Νομαρχία Ιωαννίνων. Πράγματι, ο διοικητής  όλης της νότιας Βαλκανικής, Μαχμούτ Μουσταφά, με διαταγή (φιρμάνι) που εξέδωσε το μουσουλμανικό έτος 1249, χριστιανικό 1832, διατάσσει τον διοικητή νομάρχη Ιωαννίνων να συμμορφωθεί με την αυτοκρατορική διαταγή και να καταργήσει το αγαλίκι. Παρόμοια διαταγή έστειλε και στον ιεροδίκη (κατή) της Κόνιτσας. Ύστερα από αυτό εκδόθηκε δικαστική απόφαση, το 1840, με την οποία απαγορευόταν στους Τουρκαλβανούς Μπέηδες να εισπράττουν αγαλίκι από το χωριό μας. 
Το 1862 όμως, όταν ξέσπασε η Κρητική επανάσταση, οι Τουρκαλβανοί Μπέηδες επανήλθαν στο χωριό μας και αξίωσαν να τους καταβάλουν οι κάτοικοι το 1/3 της γεωργικής και κτηνοτροφικής τους παραγωγής. Οι πρόγονοί μας προσέφυγαν εκ νέου στον Σουλτάνο και αυτός έδωσε διαταγή να εξετασθεί η υπόθεση από τα δικαστήρια. Από τη στιγμή αυτή άρχισε ένας αγώνας νομικής φύσης που κρατάει μέχρι σήμερα, 154 χρόνια μετά! Παρά το διεφθαρμένο δικαστικό σύστημα των Οθωμανών, τελικά οι χωριανοί μας δικαιώθηκαν. Όμως η απόφαση του δικαστηρίου δεν εφαρμόστηκε γιατί οι Τουρκαλβανοί Μπέηδες άλλαξαν τακτική και άσκησαν σκληρές διώξεις εναντίον των χωριανών μας. Επέβαλαν φυλακίσεις, ξυλοδαρμούς και εκβιασμούς για να υπογράψουν ότι το χωριό μας είναι τσιφλίκι τους. Τους μετέφεραν με τη βία στην Κόνιτσα και άρπαζαν τα γεννήματα από τα αμπάρια τους.
Ένας Τούρκος ενωμοτάρχης  το 1904 ομολογεί: «Ο υποφαινόμενος Ουζεήρη Τσαούσης επειδή διωρίσθην  μεμούρης με διαταγήν του Καϊμακάμη Βέη Κονίτσης δια να λάβω από τους κατοίκους  του Κερασόβου το ήμορον Τζεμπριέ (βιαίως) και με Τζεμπριέ τρόπον  υποχρεώνω και βιάζω αυτούς τους χριστιανούς να φορτωθούν και φέρουν τα γεννήματα εις το μεσοχώρι εις το κουτσέκι.  Όθεν δίδω το παρόν μου εις χείρας της Μουχταροδημογεροντίας Κερασόβου και υποφαίνομαι».

Β. Μετά την απελευθέρωση (1913 – 1927)
Οι Τουρκαλβανοί μπέηδες με περίσσιο θράσος, ακόμη και μετά την απελευθέρωση των χωριών μας το 1913, επανήλθαν και αξίωσαν να τους καταβληθεί το γεώμορο. Έτσι το 1918 χρησιμοποίησαν τις Ιταλικές αρχές που πίεσαν το Ελληνικό κράτος και αυτό με τη σειρά του, πρωτάκουστο(!),  έστειλε στο χωριό μας 300 (!) αστυνομικούς για να αναγκάσουν τους κατοίκους να πληρώσουν το φόρο στους Τουρκαλβανούς Μπέηδες! Και μάλιστα την ώρα που 150 Κερασοβίτες συμμετείχαν στη Μικρασιατική Εκστρατεία!
Οι κάτοικοι  μπροστά σ’ αυτή την τραγική κατάσταση το 1920 απέστειλαν υπόμνημα προς τον τότε πρωθυπουργό της χώρας , Ελευθέριο Βενιζέλο, στο οποίο ανέφεραν: «…Εμείς οι κάτοικοι του χωριού (Κεράσοβο) αναγκαζόμαστε να υποκύψουμε στη βία της Ελληνικής Διοίκησης και δίνουμε τους δημητριακούς μας καρπούς , όχι όμως στους Μπέηδες αλλά στο Ελληνικό κράτος ως φόρο έμπρακτης αγάπης προς την δική μας ελληνική κυβέρνηση…» και στη συνέχεια ζητούν από την κυβέρνηση να παραπέμψει τους Τουρκαλβανούς Μπέηδες από τη Φράσαρη στην ελληνική δικαιοσύνη.
Αυτό θα επαναληφθεί και το επόμενο έτος, το 1919.
Όμως σε δικαστήριο που έγινε το 1924 και εκδίκασε τη διαφορά μεταξύ των Μπέηδων από τη Φράσαρη και του Ελληνικού Δημοσίου για το δάσος του Ριαχόβου, οι Μπέηδες εμφάνισαν πλαστούς τίτλους ιδιοκτησίας και το δικαστήριο τους έκανε δεκτούς. Έτσι στην απόφαση που εξέδωσε με αριθμό 26/1924 αναγνώρισε ως ιδιοκτήτες του δάσους Ριαχόβου τους Τουρκαλβανούς Μπέηδες!
 Μετά από την απόφαση αυτή οι Μπέηδες έβγαλαν άδειες για να εγκαταστήσουν υδροπρίονο στον Σμόλικα, στη θέση Πλάκα,  και άδεια για υλοτόμηση. Τα δικαιώματα αυτά τα ενοικίασαν σε κάποιον Χαράλαμπο Λάππα. Λογάριασαν όμως λάθος γιατί οι κάτοικοι του χωριού τους παρεμπόδισαν και έγιναν σοβαρά επεισόδια. Ο Λάππας και οι δικοί του αναγκάστηκαν να φύγουν. Επανήλθαν όμως με ισχυρή δύναμη χωροφυλακής αλλά και πάλι οι Κερασοβίτες τους παρεμπόδισαν. Ακολούθησαν  βίαια επεισόδια και μάλιστα έγιναν και συλλήψεις Κερασοβιτών.
Στις αρχές του 1927 οι αρμόδιοι του ελληνικού κράτους  κατάλαβαν ότι πρέπει να δοθεί μια λύση για τις περιπτώσεις όπου Τούρκοι ή Τουρκαλβανοί διεκδικούσαν περιουσιακά στοιχεία. Έτσι ψήφισαν τον νόμο 3077 «Περί Δασικού Κώδικος». Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν στα ιδιωτικά δάση στα οποία η κυριότητα αμφισβητείται, οι άδειες υλοτομίας χορηγούνται από μια επιτροπή και καθορίζει στη συνέχεια πώς θα συγκροτηθεί. Στην επιτροπή συμμετείχαν τελικά ο Δασάρχης και ο Ειρηνοδίκης Κόνιτσας και το χωριό εκπροσώπησε ο Πρόεδρος της Κοινότητας Ιωάννης Β. Κοταδήμος.
Τον Νοέμβριο του 1927 συνεδρίασε η επιτροπή αυτή και εξέτασε ως μάρτυρες και κατοίκους των όμορων χωριών: από την Καστάνιανη, από την Πουρνιά και από τη Μόλιστα. Από το χωριό μας εξετάσθηκαν οι μάρτυρες Χρήστος Κοταδήμος, Ιωάννης Δ. Οικονόμου, Δημ. Καραγιάννης, Κώστας Δ. Γκουντούλης,  Νικ. Ζήκας, Κ. Βάιλας, Αθανάσιος Μακρυγιάννης και Κώστας Ι. Καρέτσης. Η επιτροπή τελικά απεφάνθη ότι το δάσος του Ριαχόβου πρέπει να το εκμεταλλεύονται οι κάτοικοι του Κερασόβου όπως γινόταν πάντοτε σύμφωνα με όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες. Οι Τουρκαλβανοί Μπέηδες εξοργίστηκαν με την απόφαση αυτή και προσέφυγαν με αιτήσεις αναίρεσης προς το Υπουργείο Γεωργίας που όμως δεν εισακούστηκαν.
Το 1928 με συμβολαιογραφική πράξη που συντάχθηκε στο Συμβολαιογραφείο Κόνιτσας ορίστηκε μια τριμελής επιτροπή από Κερασοβίτες οι οποίοι θα είχαν την ευθύνη για τη σωστή διαχείριση του δάσους μας. Η επιτροπή αυτή αποτελούνταν από τους: Σπυρίδωνα Ν. Ζούκα Πρόεδρο, Νικόλαο Ζήκα Ταμία και Μιλτιάδη Εξάρχου Γραμματέα.
Το 1938 στο Εφετείο Κέρκυρας εξέτασε τις εφέσεις και των δυο πλευρών, Κερασοβιτών και Μπέηδων, και στην ουσία τις απέρριψε. Μετά από την απόφαση αυτή δεν ξαναεμφανίστηκαν οι Τουρκαλβανοί Μπέηδες να διεκδικούν το δάσος του χωριού μας.

Η ίδρυση του Συνεταιρισμού Διαχείρισης του Δάσους
Το 1932 ιδρύεται ο Αναγκαστικός Συνεταιρισμός Διαχείρισης Συνιδιοκτήτου  Δάσους Κερασόβου και συντάσσεται Διαχειριστική Μελέτη για την περίοδο 1935-1946. Να αναφέρουμε εδώ ότι αυτός ήταν ο πλήρης τίτλος του Συν/σμού. Αργότερα τροποποιήθηκε το Καταστατικό του και συμπεριέλαβε τη χορτονομή και την ενοικίαση των βοσκοτόπων. Μια διάταξη νόμου όμως από την κυβέρνηση  Μεταξά όριζε ως υπεύθυνη για τη διαχείριση του δάσους την Κοινότητα του χωριού και όχι τον Συνεταιρισμό που είχε συσταθεί γι’ αυτόν τον σκοπό.
Σύμφωνα με την Διαχειριστική Μελέτη που συνέταξε ο Δασάρχης Κόνιτσας το 1937, το δάσος του Κερασόβου αποτελείται από 54.000 στρέμματα. Από αυτά, τα 2.000 στρέμματα καλλιεργούνται από τους κατοίκους, τα 21.000 καλύπτονται από δάση και τα 31.000 στρέμματα αποτελούνται από χορτολιβαδική έκταση που χρησιμοποιείται από τους βοσκούς κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες.
Το 1945 η Γενική Διοίκηση Ηπείρου με έγγραφό της προς το Υπουργείο Γεωργίας , ύστερα από σχετικό αίτημα του Συνεταιρισμού, ζητάει να πληροφορηθεί ποιον να αναγνωρίσει ως κάτοχο του δάσους Κερασόβου, τον Συνεταιρισμό ή την Κοινότητα του χωριού;
Το 1952 το Υπουργείο Γεωργίας, εξαιτίας λαθών και παραλήψεων της Κοινότητας, έρχεται με έγγραφό του και διαχωρίζει υπέρ του Δημοσίου το δάσος Ριαχόβου, έκτασης 8.700 στρεμμάτων, από το υπόλοιπο δάσος του χωριού και καθορίζει επακριβώς τα όριά του. Από τη θέση Ρεσάδικα, το ρέμα Καραμούση, Τρυπινίτσες, ανέρχεται το ρέμα Κρανιάς και φτάνει στη ράχη Ζεκίρη. Δηλαδή όλο το μέρος αριστερά του Βουρκοπόταμου.
Η απόφαση αυτή προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο χωριό. Το 1954 ο αείμνηστος Στέφανος Φωτιάδης (Τζιόλας), δεν ήταν κληρικός τότε, ως εκπρόσωπος των κατοίκων,  συνέταξε και υπέβαλλε μακροσκελές υπόμνημα  προς το Υπουργείο Γεωργίας με το οποίο διαμαρτύρονταν έντονα για τον διαχωρισμό αυτό του δάσους του Ριαχόβου και τον χαρακτηρισμό του ως Δημόσιο.
Το 1958, μετά από υπομνήματα της Κοινότητας, το Υπουργείο Γεωργίας απαντά ότι αν θέλει η Κοινότητα να διεκδικήσει ως κοινοτική την έκταση του Ριαχόβου, πρέπει να κινηθεί νομικά. Από τότε  άρχισε ένας πολύχρονος δικαστικός αγώνας για την επίλυση της διένεξης μεταξύ του δημοσίου και του χωριού.
Έτσι θα περάσουν τα χρόνια με αναφορές και υπομνήματα από τους φορείς του χωριού και το Δημόσιο να επιμένει στις αρχικές του θέσεις.
Τον Αύγουστο του 1974 ο Νομάρχης Ιωαννίνων εκμίσθωσε χωρίς δημοπρασία δύο μαρμαροφόρες περιοχές του χωριού στις θέσεις Βαθύλακκος και Χαλασμένα στην εταιρία «ΤΑΤΣΙΡΑΜΟΣ»  με το αιτιολογικό ότι οι περιοχές αυτές ανήκαν στην Κοινότητα. Ο Συνεταιρισμός έκανε αμέσως προσφυγή στο Υπουργείο Βιομηχανίας και στο Συμβούλιο Επικρατείας. Μια επιτροπή κατοίκων προσκάλεσε τον ίδιο τον Νομάρχη να κάνει αυτοψία στην περιοχή. Πράγματι ο Νομάρχης ήρθε στο χωριό και αφού επείσθη για το δίκιο των κατοίκων αναίρεσε την απόφαση και η εταιρία «ΤΑΤΣΡΑΜΟΣ» διέκοψε τις εργασίες της και αποχώρησε.
Το 1984  τέσσερις βουλευτές του ΚΚΕ έφεραν το θέμα του δάσους Ριαχόβου στη Βουλή των Ελλήνων και με ερώτησή τους προς τον Υφυπουργό Γεωργίας ρωτούσαν να τους πληροφορήσει για το θέμα. Ο Υπουργός Γεωργίας   Στ. Γιώτας τους απάντησε ότι: «Το ιδιοκτησιακό ζήτημα του δάσους Κερασόβου έχει λυθεί έναντι του Δημοσίου με την δικαστική απόφαση  26/1924 που αναγνωρίστηκε σαν ιδιωτικό υπέρ των διεκδικούντων αυτό Τακήμ Φράσαρη κλπ. διατηρουμένων των δικαιωμάτων του Δημοσίου (1/5) σαν επιδημόσιας γης».
Τον Δεκέμβριο του 1988, η Νομαρχία Ιωαννίνων, θεωρώντας ότι το θέμα του  δάσους του Ριαχόβου έχει επιλυθεί και ανήκει πλέον στο Δημόσιο, παραχωρεί την εκμετάλλευσή του στους Δασικούς Συνεταιρισμούς του Κεφαλοχωρίου και του Διστράτου  χωρίς καν να το γνωστοποιήσει στην Κοινότητά μας ή στον Συνεταιρισμό του χωριού. Ο Συνεταιρισμός του χωριού συνέταξε υπόμνημα και το απέστειλε στο Δασαρχείο Κόνιτσας αλλά και στους ενδιαφερόμενους Δασικούς Συν/σμούς με το οποίο τους ζητούσε να απόσχουν από κάθε ενέργεια που αφορούσε το επίδικο δάσος Ριαχόβου. Εκείνη την εποχή ελήφθη και η απόφαση να αναθέσουν στον δικηγόρο Αθηνών Πάνο Καπώνη να χειριστεί την υπόθεση.
Μετά από άκαρπες ενέργειες, το 1991 αποφασίστηκε να αναθέσουν την υπόθεση σε άλλον δικηγόρο, τον Πυρσογιαννίτη Μιχάλη Μαρτσέκη, ο οποίος και χειρίζεται την υπόθεση μέχρι σήμερα. Ο κ. Μαρτσέκης αφού μελέτησε τους φακέλους,  συνέταξε έκθεση προς ενημέρωση των κατοίκων. Στην έκθεση αυτή αναφέρει: «Από την μελέτη όλων των εγγράφων που αφορούν το θέμα, προκύπτει ότι οι κάτοικοι δεν μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα ιδιοκτησίας επί της περιοχής Ριαχόβου και τούτο διότι οι ίδιοι και η Κοινότητα ρητά δήλωσαν στα δικαστήρια που έγιναν μέχρι το 1937 (δίκες με Βεκή Φράσαρη, ο οποίος διεκδικούσε  την κυριότητα ευρύτερης της περιοχής Κερασόβου): α)ότι δεν διεκδικούν δικαίωμα κυριότητας και β) ότι, διεκδικούσαν δικαίωμα εκμεταλλεύσεως και καρπώσεως.
Το ότι οι κάτοικοι και η κοινότητα υποστήριζαν ότι η περιοχή του Ριαχόβου ήταν Δημόσια, προφανώς αυτό το έκαναν με την εσφαλμένη εντύπωση ότι έτσι θα απορρίπτονταν  το δικαίωμα κυριότητας από τον Βεκή Φράσαρη.
Μετά από την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου 2201/1924 με την οποία έκρινε ότι η περιοχή Πλάκα Σμόλικα (μαζί με την περιοχή Ριαχόβου) της Περιφέρειας Κερασόβου Κόνιτσας ανήκει στην ιδιοκτησία του Βεκή Βέη Φράσαρη θεωρώ ότι ο Νομάρχης αλλά και οι υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας παρανόμως χαρακτήρισαν μια ιδιωτική περιοχή σε δημόσια και την αφαίρεσαν από την ιδιοκτησία ή έστω από την νομή των κατοίκων ή της Κοινότητας Κερασόβου». Και στη συνέχεια περιγράφει τις νομικές ενέργειες που πρέπει να γίνουν για έχουμε στη διεκδίκηση αυτή επιτυχή κατάληξη.
Να αναφέρουμε εδώ ότι στην περιοχή αυτή που περιγράφεται ως Ριάχοβο, το 2007 αποπερατώθηκε και τέθηκε σε λειτουργία μικρό υδροηλεκτρικό εργοστάσιο δυναμικότητας  2,5 MW. Είναι έργο ιδιωτικής πρωτοβουλίας και κόστισε 4,6 εκατομμύρια ευρώ. Τα οφέλη για την περιοχή είναι σημαντικά. Πρώτον απαλλάσσει το περιβάλλον από 7.000 τόνους διοξειδίου του άνθρακα και συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος από το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Δεύτερο αποφέρει σημαντικά έσοδα στον Συνεταιρισμό και κατ’ επέκταση στο χωριό και τρίτο, με την σύμβαση που υπογράφηκε,  αναγνωρίζει τον Συνεταιρισμό ως  συμβαλλόμενο μέρος και δέχεται να υπογράψει εκ μέρους της ολότητας των κατοίκων και μάλιστα για την περιοχή Ριαχόβου.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η ιστορία του δάσους του Ριαχόβου. Αποδεικνύεται ξεκάθαρα από ακόμη μια περίπτωση πώς του σύγχρονο ελληνικό κράτος έβαλε εμπόδια στην οικονομική στήριξη ορεινών και άγονων περιοχών σαν το χωριό μας. Η απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό σχεδόν δεν άλλαξαν καθόλου τη μοίρα των κατοίκων. Αντί να έλθει το ίδιο το κράτος και να αποδώσει όλους τους πλουτοπαραγωγικούς  πόρους στους κατοίκους, να τους εξασφαλίσει τις υποδομές που απαιτούνταν, όπως οφείλει κάθε αξιόπιστο κράτος να κάνει, αντιθέτως πρόβαλλε εμπόδια και σκόρπισε απογοήτευση στους κατοίκους με αποτέλεσμα την αθρόα μετανάστευση στα αστικά κέντρα της χώρας αλλά και στο εξωτερικό.  Η αλήθεια είναι ότι το δάσος προσπάθησαν να το εκμεταλλευτούν οι χωριανοί κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 με πενιχρά οικονομικά οφέλη κυρίως λόγω της κακοδιαχείρισης από τους ίδιους. Το γεγονός αυτό όμως ουδόλως απαλλάσσει το ελληνικό κράτος από την εγκληματική ‘πολιτική’ του.

                                                          Επιμέλεια και σχόλια: Δημ. Τέλλης  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου