ΤΟ ΤΑΠΗΤΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

ΤΟ ΤΑΠΗΤΟΥΡΓΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ


Στο τεύχος αυτό του περιοδικού μας κάνουμε ένα αφιέρωμα στο ταπητουργείο του χωριού το  οποίο  λειτούργησε για 36 χρόνια και πρόσφερε δουλειά  και ασφάλεια σε πολλές γυναίκες όλα αυτά τα χρόνια. Μέχρι τώρα δεν είχε γίνει κανένα αφιέρωμα – έρευνα για τη βιοτεχνία αυτή  αν και πρόσφερε τόσο πολλά. Και δεν ήταν μόνο αυτό αλλά παρήγαγαν και χειροποίητα ολόμαλλα χαλιά υψηλής ποιότητας με χρώματα ανεξίτηλα.  Ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά τους στην έρευνα τις κυρίες Μάχη Κ. Γελαδάρη, Σπυριδούλα Σιάφη, Χρυσάνθη Γκούτσιου και Χριστίνα Κοταδήμου.
Το ταπητουργείο ξεκίνησε τη λειτουργία του το φθινόπωρο του 1963 μετά από ενέργειες του αείμνηστου Νίκου Χαρισιάδη που τότε ήταν πρόεδρος της κοινότητας.  Όλες οι γυναίκες μιλούν γι’ αυτόν ως τον μεγάλο ευεργέτη του χωριού. Με τις δικές του προσπάθειες άλλαξε όψη το Κεράσοβο. Έχουμε ξαναναφερθεί στο έργο του αλλά με την ευκαιρία να θυμηθούμε ότι δικά του επιτεύγματα ήταν το ιατρείο,  το ταχυδρομείο, ο ΟΤΕ, ο παιδικός σταθμός και το ταπητουργείο. «Να αγιάσουν τα κόκαλά του!» εύχονται ακόμη και σήμερα οι γυναίκες του χωριού που εργάστηκαν στο ταπητουργείο.  
Η Μάχη Κ. Γελαδάρη ήταν από τις πρώτες κοπέλες που εργάστηκαν στο νεοσύστατο ταπητουργείο του χωριού. ‘Μας κάλεσε ο Χαρισιάδης να πάμε να δουλέψουμε’, θυμάται. ‘Την επόμενη μέρα πήγαμε κι εμείς στο σπίτι του Βασίλη Τζίνα  και είδαμε να συναρμολογούν ακόμη τους αργαλειούς. Ήταν περίπου 12 και τους είχε φέρει νύχτα από το χωριό Βίτσα Ζαγορίου. Ήταν αργαλειοί όρθιοι και δούλευαν μόνο με τα χέρια και όχι όπως οι παραδοσιακοί που χρησιμοποιούν και τα πόδια. Μαζευτήκαμε πάνω από 30 κορίτσια και σε λίγες μέρες ξεκινήσαμε. Σε κάθε αργαλειό καθόμασταν 3 κοπέλες. Είχαμε και μια δασκάλα ως υπεύθυνη’.
Το ταπητουργείο αυτό ήταν δημόσιος φορέας και ανήκε στον ΕΟΜΜΕΧ (Ελληνικός Οργανισμός Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων και Χειροτεχνίας). Στόχος του οργανισμού ήταν να στηρίξει και να προωθήσει την εθνική βιοτεχνία και χειροτεχνία.
‘Τα πρώτα χρόνια ξεκινούσαμε να υφαίνουμε από το χάραμα και τελειώναμε όταν νύχτωνε. Στο χωριό δεν είχε έρθει το ηλεκτρικό ακόμη και δουλεύαμε με τα lux’, αφηγείται η Μάχη. ‘Κατά τις 12 το μεσημέρι κάναμε διάλειμμα για κολατσιό. Όσες έμεναν μακριά, έφερναν ψωμί από το σπίτι. Εγώ πήγαινα στη θεία μου, τη Μαρία Γκούτσιου. Αυτή με μεγάλωσε’, λέει. ‘Δούλεψα για πολλά χρόνια στον ίδιο αργαλειό με την Χρυσάνθη Παπαγεωργίου και την Ειρήνη Σαμαρά. Μόνιμη για το κουβάριασμα ήταν για πολλά χρόνια η Αρετή Ζήκα.
Μετά από κανα δυο χρόνια μας επισκέφτηκε ο δεσπότης της Κόνιτσας ο Σεβαστιανός και μας πρόσφερε από ένα δέμα, κυρίως ρούχα που ήταν για μας δυσεύρετα. Κανόνισε μάλιστα να πηγαίνουμε κάθε μέρα και να τρώμε  μεσημεριανό στην ταβέρνα του  Ανδρέα Βάιλα.
Πληρωνόμασταν με τον κόμπο και τα πρώτα χρόνια παίρναμε 1,20 δραχμές τον χιλιόκομπο. Κάθε χαλί το τελειώναμε σε έναν με δύο μήνες κατά μέσο όρο. Μόλις παραδίναμε το χαλί ολοκληρωμένο, μας πλήρωναν. Για να καταλάβετε τι είναι ο κόμπος είναι το ένα τετραγωνάκι στο σχέδιο. Βγάζαμε ένα μεροκάματο γύρω στις  χίλιες με χίλιες διακόσιες δραχμές την εποχή εκείνη. Αργότερα αυξήθηκε η τιμή του κόμπου. Πάντως τότε ήμασταν πολύ ευχαριστημένες από τα λεφτά που βγάζαμε στο ταπητουργείο.
Τα σχέδια για το κάθε χαλί μας τα έδινε η δασκάλα και ήταν ανατολίτικης τεχνοτροπίας. Χρησιμοποιούσαν μόνο μαλλί και μάλιστα καλής ποιότητας.
Για να ξεκινήσουν καινούριο χαλί χρειάζονταν προετοιμασία δύο ημερών μέχρι να στήσουν τα στημόνια και ήταν δύσκολη δουλειά γιατί ήθελε μυϊκή δύναμη. Η μεγάλη δυσκολία στην ύφανση ήταν το μέτρημα, ήθελε μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια για να βγει σωστά το σχέδιο. Αν κάναμε  λάθος, έπρεπε να το ξηλώσουμε και να το υφάνουμε πάλι. Τα στημόνια ήταν πολύ σφιχτά και για να περάσει το νήμα, τα χέρια μας γέμιζαν κάλους. Ακόμη τους έχουμε στα χέρια μας. Κάθε δυο σειρές το κουρεύαμε με το ψαλίδι.
Όλα τα κορίτσια ήταν πολύ  εργατικά και μέσα σε λίγα χρόνια καταφέραμε να κάνουμε το ταπητουργείο μας δεύτερο σε παραγωγικότητα στην Ελλάδα! Γι’ αυτό και γύρω στο 1975 ο ΕΟΜΜΕΧ ζήτησε από μας δυο κορίτσια για να εκπροσωπήσουν τον οργανισμό στο περίπτερο που είχε στη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης. Και πραγματικά πήγαν.
Είχαν μαζευτεί τόσες πολλές υφάντρες, θα ήταν πάνω από 40,  που δεν τις χωρούσε όλες στο υπόγειο του Βασίλη Τζίνα και έφτιαξαν παράρτημα και στο μαγαζί του Ηλία Ζήκα στην κάτω γειτονιά.  Μετά το ’75 όμως άρχισαν να φεύγουν πολλές οικογένειες για την Αθήνα και ο αριθμός των κοριτσιών που δούλευαν στο ταπητουργείο μειώθηκε. Μέχρι τη δεκαετία του ’90 εργάζονταν γύρω στις 20 με 25 κοπέλες.
Γύρω στο 1980 το ταπητουργείο μεταφέρθηκε σε οίκημα του Παντελή Γαλάνη στη γειτονιά του Χαρίση και του Τσούμπανου.  Εκεί θα παραμείνει για όλα τα υπόλοιπα χρόνια μέχρι που έκλεισε το 1999.


Λίγο πριν από τις εκλογές του 1981 ήρθε η Μαργαρίτα Παπανδρέου στο χωριό να μας μιλήσει ως εκπρόσωπος της Ένωσης Γυναικών Ελλάδας. Ένα από τα αιτήματα που της βάλαμε ήταν να έχουμε ασφάλεια στο ταπητουργείο. Και πραγματικά, γύρω στο 1984 μας ασφάλισαν στο ΙΚΑ και πολλές γυναίκες πήραν σύνταξη.  Θυμάμαι τότε μια γιαγιά, η Βαγγέλαινα Τζίνα, της ζήτησε να της έρχεται η σύνταξη στο όνομά της, χωριστά από του άντρα της, «να έχω κι εγώ τα δικά μου λεφτά της είπε. Να πάω στην εκκλησία να ανάψω ένα κερί και να μην ζητάω από τον άντρα μου». Και από τότε άρχισαν οι γυναίκες να έχουν τη δική τους σύνταξη και να μην έρχεται μόνο στο όνομα του συζύγου.
‘Ζήσαμε ωραία χρόνια στο ταπητουργείο’, θυμάται η Μάχη. ‘Στα διαλείμματα πειράζαμε η μία την άλλη, λέγαμε τα νέα του χωριού, τσακωνόμασταν όταν διαφωνούσαμε. Ήμασταν πολύ δεμένες όμως οι κοπέλες τότε.  Το πιο δύσκολο ήταν ότι έπρεπε να γίνουν και οι δουλειές στο σπίτι και αυτές ήταν πολλές. Φώναζαν οι μανάδες μας αλλά εμείς και να θέλαμε δεν τις προλαβαίναμε.  Γι’ αυτό κάποιες γυναίκες αναγκάστηκαν να αφήσουν το ταπητουργείο. Αν κάποια αρρώσταινε, οι υπόλοιπες συνέχιζαν το χαλί’.
‘Εγώ’, θυμάται η Σπυριδούλα Σιάφη, ‘δούλεψα από το 1976 μέχρι που έκλεισε, το 1999, 23 χρόνια! Η δασκάλα που ήταν τότε, η κ. Νίκη, με έβαλε να δουλέψω στην αρχή με τη Φωτούλα  Σ. Ζήκα. Δουλεύαμε δυο μαζί σε κάθε αργαλειό τότε. Πιάναμε δουλειά από το ξημέρωμα μέχρι τις 4 το απόγευμα. Κολατσιό κάναμε στις 10 το πρωί για μισή ώρα. Στην εποχή τη δική μου πληρωνόμασταν με 3,50 δραχμές τον χιλιόκομπο.  Σε μια μέρα κάναμε 8 με 10 χιλιάδες κόμπους, ανάλογα με το σχέδιο. Για να καταλάβεις,  όλη την ημέρα φτιάχναμε δυο με τρία εκατοστά χαλί. Μας έβγαιναν τα μάτια στο μέτρημα. Εγώ δούλεψα για πολλά χρόνια με την Ιφιγένεια Τζίνα, τη Λεύκω Βάιλα την Ειρήνη Κουκούμη και με άλλα κορίτσια. Στο ταπητουργείο καλά ήταν. Στο σπίτι όμως μας περίμεναν ένα σωρό δουλειές. Είχαμε και οικογένεια. Ανέσεις καθόλου. Ούτε πλυντήρια ούτε ηλεκτρικές κουζίνες. Όλα στο χέρι’.
Μια από τις πρώτες υφάντρες που δούλεψαν στο ταπητουργείο του χωριού ήταν η Χρυσάνθη Γκούτσιου. ‘Εγώ έπιασα δουλειά’, θυμάται, ‘το 1965 και σταμάτησα για λίγο το 1972. Ξαναπήγα το 1979 μέχρι το τέλος το 1999. Το ταπητουργείο ήταν μεγάλη σωτηρία για μας. Πού αλλού θα βρίσκαμε δουλειά; Χάρη σ’ αυτό έχουμε τώρα τη σύνταξή μας και ζούμε. Εγώ δούλεψα πολλά χρόνια με την  Σπυριδούλα του Σιώκα Τζίνα, την Σπυριδούλα του Γαλάνη, την Σπυριδούλα του Μήτσιου Κουκούμη, την Ευανθία της Αρετής Ζήκα, την Νίκη του Νικόλα Τζίμου και άλλες. Στο τέλος της χρονιάς ο ΕΟΜΜΕΧ μας έδινε και πριμ κάπου 4 με 5 χιλιάδες  δραχμές στην κάθε μια μας.
Στη δεκαετία του 1990 δεν υπήρχαν πια κοπέλες να δουλέψουν και για να κρατήσουμε το ταπητουργείο φέραμε κορίτσια από την Αλβανία. Ο οργανισμός μας πίεζε ότι θα το κλείσουν γιατί οικονομικά ήταν ασύμφορο γι’ αυτούς και αναγκαζόμασταν να  κάνουμε όλες τις δουλειές μόνες μας για να μην έχει κόστος λειτουργίας. Δουλεύαμε περισσότερες ώρες, κουβαριάζαμε μόνες μας’.
Η Χριστίνα Ν. Κοταδήμου ήταν από τις πρώτες που εργάστηκαν στο ταπητουργείο του χωριού. ‘Δούλεψα από το 1963 μέχρι το 1969’, αφηγείται. ‘Μόνο για 6 χρόνια. Μετά έφυγα για την Αθήνα. Σ’ αυτό το διάστημα υφαίναμε στον ίδιο αργαλειό  με την Κατίνα Χρ. Κυρίτση, με  την  Δέσπω Αχ. Παπακώστα και την Ευσταθία Π. Σαμαρά. Ήταν ωραία χρόνια γιατί είχαμε τα αστεία μας, τα πειράγματα αλλά και τις κόντρες μας. Δασκάλα είχαμε την κ. Βαγγελίτσα. Ήταν μεγάλη υπόθεση το ταπητουργείο για το χωριό μας. Όλα αυτά τα χρόνια που λειτούργησε θα πρέπει να δούλεψαν κάπου 100 κοπέλες.  Θυμάμαι ότι μας έδιναν δωρεάν νήματα για να φτιάξουμε και δικά μας χαλιά, για το σπίτι μας’.
Η Παναγιώτα Χρ. Παπακώστα εργάστηκε 16 χρόνια στο ταπητουργείο και στα τελευταία χρόνια από το 1994 μέχρι το 1999 ήταν υπεύθυνη για τη λειτουργία του. Θυμάται με λύπη όταν ήρθε η οριστική απόφαση του ΕΟΜΜΕΧ για το κλείσιμο του υφαντουργείου. Είχαν μείνει μόνο  7 αργαλειοί όταν ήρθε ένα φορτηγό για να τους φορτώσει και να τους παραδώσει στον Οργανισμό στα Ιωάννινα. ‘Ο χώρος έμεινε άδειος  και  μας έπιασε το παράπονο’. Μια ιστορία 36 χρόνων είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της.
Το ταπητουργείο ήταν μια βιοτεχνία που άνθισε σε χωριά όπως το Κεράσοβο. Έδωσε μια αξιοπρεπή επαγγελματική διέξοδο στις γυναίκες του χωριού για 36 χρόνια.  Κι αυτές με την εργατικότητά τους και την αξιοσύνη τους άδραξαν την ευκαιρία και την κατέστησαν παραγωγική και κερδοφόρα υφαίνοντας  χαλιά εξαιρετικής ποιότητας εφάμιλλα των περσικών. Δυστυχώς το ρεύμα της αστυφιλίας  και η αδιαφορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους να κρατήσει τον πληθυσμό στα χωριά, οδήγησαν αυτές τις πρωτοβουλίες σε μαρασμό.

Δεκέμβριος 2017

Δημήτρης Τέλλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου