ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ

                                         Ιωάννα Τζιώτη-Κυρίτση:  Οι παπαρούνες που ταξίδεψαν                       

Όμορφα και πλουμιστά ήταν όλα τα προικιά της Αγγέλας. Σαν ανοικτές φτερούγες περιστεριού έμοιαζαν, έτσι όπως παραμονές του γάμου της, τα ΄χε απλωμένα στην κάμαρα του καινούργιου της σπιτικού. Ένα όμως ξεχώριζε από τα άλλα. Ήταν το υφαντό στρωσίδι, αυτό που έστρωσε στο νυφικό της κρεβάτι. Οι γειτόνισσες σαν μύγες μαζευόντουσαν γύρω του. Περίεργες, όλο και το πασπάτευαν, πασχίζοντας να ξεσηκώσουν το πολύπλοκο σχέδιο του. Όμως του κάκου.  Το κάλυμμα ήταν μοναδικό. Το σχέδιο του δεν υπήρχε πουθενά. Το ΄χε υφάνει η γιαγιά της νύφης, υφάντρα ξακουστή και το έδωσε στη κόρη της για προίκα. Καμωμένο από καλοδουλεμένο νήμα, έπεφτε με χάρη στα πλάγια του διπλού σιδερένιου κρεβατιού, με τη μπορντούρα του κυματιστή να φτάνει ως κάτω, στο πάτωμα.
Παρά τα τόσα χρόνια που είχαν περάσει από πάνω του, το ρόδινο χρώμα του διόλου δεν είχε ξεθωριάσει. Κοιτάζοντας το νόμιζες πως αγνάντευες κάμπο με παπαρούνες, εκεί κατά τον Ιούνιο. Όταν έχοντας πια περάσει ο καιρός τους μπαϊλντισμένες από το λιοπύρι, γέρνουν τα κεφάλια τους  έχοντας χάσει το χρώμα τους.
-Αθάνατο πράγμα, Αγγέλα μου, της είπε η μάνα της, όταν βγάζοντας το από το μπαούλο, της το έδωσε για να το βάλει στα προικιά της. Δες το χρώμα του. Είναι βαμμένο με μπογιά που μόνο οι παλιές υφάντρες ήξεραν τη συνταγή της. Βράζοντας ρίζες και λουλούδια την έφτιαχναν, μα το πιο λουλούδι βγάζει το κάθε χρώμα το κρατούσαν μυστικό.
 Και φαίνεται μάλλον πως αυτό το μυστικό ήταν που έβγαζε μια δύναμη μαγική. Αυτήν  που  ένιωθε η Αγγέλα κάθε φορά που ξάπλωνε πάνω του.  Σαν ξεθεωμένη από τη λάτρα του σπιτιού και τις αταξίες των δυο παιδιών της, κρυβόταν στη φιλόξενη αγκαλιά του, φτερούγες έβγαζε θαρρείς. Φτερά  και πετούσε απ’το δωμάτιο. Με τη σκέψη, μέσα σε  όνειρο βρισκότανε μακριά στην εξοχή κι ανάσαινε τη λουλουδιασμένη μυρωδιά της.
-Μωρέ υπομονή που’χε η γυναίκα που το ύφανε σκεφτόταν, σαν το χάιδευε κάθε πρωί για να τεντώσει τις ζάρες του.
-Πως το ταίριαξε έτσι η μπάμπω μου, κλωστίτσα τη κλωστίτσα;
Κρίμα που δεν πρόλαβε η μάνα μου να μάθει καλά τη τέχνη του αργαλειού. Αν την ήξερε ίσως να ύφαινα κι εγώ τώρα, συλλογίζονταν.
 Κι είχε δίκιο η Αγγέλα. Έτσι ήταν αλλά ποτέ δεν έλεγε φανερά τη σκέψη της, ξέροντας ότι αυτό ήταν το μεγάλο παράπονο της μάνας της, της κυράς Δέσπως. Σαν ήταν η ώρα της να κάτσει στον αργαλειό και να εξασκηθεί στην τέχνη του, πλάκωσε ο πόλεμος. Κι όπως όλοι όσοι είχαν περάσει  άφησε κι αυτός  πίσω του ρημάδια και συμφορά. Τα χωράφια που τους τάιζαν ψωμί είχαν προτεραιότητα εκείνη την ώρα. Χρειαζόντουσαν χέρια για δουλειά. Κι η μάνα της, κοπελίτσα τότε, ρίχτηκε πιότερο στις αγροτικές  δουλειές παρά στο γνέσιμο, το δέσιμο του στημονιού, το πέρασμα της σαΐτας και το χτένισμα με το χτένι.
 Είχε ξεκινήσει. Ήξερε να υφαίνει, αλλά τα ροζιασμένα από την τσάπα χέρια της χωρίς την καθημερινή εξάσκηση, ποτέ δεν μπόρεσαν να φτάσουν τη μαστοριά της μάνας της.
 Η υφαντική είναι τέχνη παραδοσιακή. Πάει να πει θέλει μεράκι, αγάπη και δόσιμο. Σαν όλες τις όμοιες της, δουλεύεται πιότερο με το μάτι το χέρι και την καρδιά. Θέλει το χρόνο της για να σ’εμπιστευτεί και να σου μαρτυρήσει τα μυστικά της.

Πέρναγε ο καιρός και στο πέρασμα του μεγάλωναν τα παιδιά της Αγγέλας. Είκοσι χρονών κοπέλα, είχε γίνει πια η κόρη της η Δέσποινα και παντρεύτηκε.
Το ίδιο  νυφικό κάλυμμα με το ξεπλυμένο του παπαρουνί χρώμα, με κάποιες πληγές από τη χρήση, ευτυχώς στο μέρος  που το σκέπαζαν τα μαξιλάρια, πέρασε τώρα στα δικά της χέρια. Της το έδωσε η ίδια η μάνα της η κυρά Δέσπω, παραμονές του γάμου της, όπως ακριβώς είχε κάνει κι η δική της η μάνα σαν ήλθε η ώρα να φύγει από το πατρικό της νύφη.  Μόνο που αυτή τη φορά το παλιό υφαντό νυφικό κάλυμμα δε στάθηκε το ίδιο τυχερό στο καινούργιο του σπιτικό. Δεν έμεινε για πολύ στο χωριό, να καμαρώνει στρωμένο στο νυφικό κρεβάτι. Γρήγορα ξενιτεύτηκε.
 Ανάποδα ήλθαν τα πράγματα, όχι μόνο για τη νιόπαντρη Δέσποινα και τον άντρα της αλλά και για τις περισσότερες καινούργιες οικογένειες. Τα πάνω κάτω ήλθαν όλα στο χωριό της. Παλιά, οι γονείς και οι παππούδες της, σπέρνοντας  τα κακοτράχαλα χωράφια τους κουτσά στραβά τα βόλευαν. Τώρα όμως η γη σα να λιγόστευε έμοιαζε. Αντίθετα με τις ανάγκες που θέριευαν. Ένας- ένας οι πιο νέοι, τα μάζευαν κι έφευγαν. Έτσι έκανε κι η Δέσποινα.
-Μάνα, Πατέρα δεν έχει προκοπή εδώ, ανακοίνωσε στους γονείς της. Εμείς θα φύγουμε για την πρωτεύουσα. Θέλουμε να ζήσουν τα παιδιά μας, μια καλύτερη ζωή.
Και ποιος μπορεί να φέρει αντίρρηση όταν πρόκειται για το καλό και το μέλλον των παιδιών; Κανείς. Κι έτσι  έκαναν κι οι γονείς της Δέσποινας και τα πεθερικά της.
Διπλωμένο λοιπόν προσεκτικά το υφαντό κάλυμμα, μια μέρα μαζί με την άλλη τους πραμάτεια ξεφορτώθηκε σ’ένα σπίτι της πολιτείας.
-Δεν λογίζεται τούτο «σπίτι»  συλλογίστηκε η Δέσποινα από την πρώτη στιγμή που μπήκε στα δυο στενόχωρα δωμάτια του διαμερίσματος που νοίκιασαν. Σπίτι πάει να πει να έχεις φως, κελάρι για το κρασί και χώμα για να φυτεύεις τα μυρωδικά σου. Ούτε λόγος βέβαια για να κουβαλήσουν τα έπιπλα που είχε κληρονομήσει από  το πατρικό της. Σαν μέτρησε τις διαστάσεις από την κάμαρα της, έβαλε τα γέλια. Αν έφερνε τη διπλή της την κρεβάτα, ούτε που θα άνοιγαν ποτέ τα φύλλα της κρυμμένης μέσα στον τοίχο ντουλαπίτσας. Πήραν κάτι πρόχειρα επιπλάκια, τα απαραίτητα και βολεύτηκαν.
Σαν τακτοποιήθηκε λίγο και δυο γεράνια άνθισαν στο μπαλκόνι της, έβγαλε μια μέρα το κάλυμμα της γιαγιάς και το άπλωσε πάνω στο κρεβάτι της. Λύπηση την έπιασε σαν το είδε. Διόλου δεν ταίριαζε η γνήσια ομορφιά και τέχνη του με το φτηνό ξύλο του κρεβατιού της. Δίχως λέξη το δίπλωσε προσεκτικά, το τύλιξε και το ανέβασε στο πιο ψηλό ράφι της ντουλάπας της. Δεν ήταν όμως μόνο το κάλυμμα, που δεν ταίριαζε με το σπίτι της πόλης. Κι η ίδια η Δέσποινα ποτέ δεν μπόρεσε να ταιριάξει μαζί της. Αλλά τι να κάνει; Έκανε χρόνια πολλά υπομονή κι ευτυχώς οι κόποι της δεν πήγαν χαμένοι. Όπως τα ήθελε τα είδε τα παιδιά της. Την κόρη της δασκάλα και το γιο της υπάλληλο σε Τράπεζα. Μια χαρά τακτοποιήθηκαν. Από τη στιγμή μάλιστα, που βρήκαν το δρόμο τους ανάσανε. Όλο και πιο συχνά με το συνταξιούχο άντρα ανηφόριζε στο χωριό τους. Σε κάθε επίσκεψη της χαιρότανε. Κάτι προς το καλύτερο γινότανε εκεί πάνω. Σαν να ξαναζωντάνευε ο τόπος της, ιδίως τα καλοκαίρια. Στο πανηγύρι τους, της Αγιάς Παρασκευής, αντάμωνε  τους παλιούς γνωστούς της που σκορπισμένοι σε όλα τα πλάτη της γης, κούρνιαζαν πάλι στο χωριό τους.  Ξαναστάθηκαν στα πόδια τους μερικά από τα ξεχαρβαλωμένα σπίτια.  Δυστυχώς όμως όχι και το δικό της, που ποτέ δεν της περίσσεψαν λεπτά να το σουλουπώσει, μετά το θάνατο των γονιών της.  Πλακοστρώθηκε η πλατεία. Συντηρήθηκε το παλιό τους σχολείο κι εκεί στήθηκε το καμάρι τους το Λαογραφικό τους Μουσείο. Τριγυρνούσε από τότε η Δέσποινα στις αίθουσες του και νόμιζε πως ήταν πάλι νέα, πως βρισκόταν στο παλιό της το σπίτι. Χάζευε τα παλιά μπαούλα, τον στημένο αργαλειό, τα γυαλισμένα μπακίρια. Όλα κάτι της θύμιζαν.
Σ΄ένα ταξίδι της, ανάμεσα στα πολλά πράγματα που φόρτωνε πάντα στο αυτοκινητάκι τους, στρίμωξε κι ένα παραπάνω πακέτο. Ένα καλά διπλωμένα δέμα που για άλλη μια φορά έκανε τον άντρα της τον Στάθη να βγει από τα ρούχα του.
-Αμάν πια γκρίνιαξε. Δεν έχεις το Θεό σου. Τι είναι πάλι αυτό που κουβαλάς μαζί σου, τη ρώτησε σαν την είδε να το ακουμπά προσεκτικά στο πίσω κάθισμα.
Όμως η Δέσποινα δεν απάντησε μόνο χαμογελούσε.  Όπως χαμογελούσε κι όταν την άλλη μέρα κρατώντας το μυστηριώδες πακέτο, έσπρωξε την πόρτα του Μουσείου.
- Θέλω να σας δώσω κάτι που θα ταιριάζει με το κρεβάτι που έχετε στη νυφική  κάμαρα, ψιθύρισε συγκινημένη στον υπεύθυνο του Μουσείου.

Κι είχε δίκιο η Δέσποινα. Το κάλυμμα όχι μόνο ταίριαζε αλλά πραγματικά ζωντάνεψε. Κελάηδησαν τα πουλιά του, άνθισαν τα λουλούδια του, γιατρεύτηκαν οι πληγές του και μοσχοβόλησε η αίθουσα απ’το άρωμα του. Ποτέ μα ποτέ άλλοτε δεν είχε δείξει τόσο όμορφο, όσο στρωμένο πάνω σ’εκείνο το απλόχωρο παλιό κρεβάτι κι ας μη βρισκόταν στο δικό του σπίτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου