Η ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΑ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ

Η διασκέδαση κατά τα  παλαιότερα χρόνια στο χωριό μας

Διασκέδαση σημαίνει κομματιάζω και πετώ μακριά τα θρύμματα του άγχους, της στενοχώριας, της ανίας κτλ.
Η διασκέδαση είναι πολύ σημαντική διαδικασία στη ζωή του ανθρώπου. Συμβάλλει στην εκτόνωση, βοηθά τον άνθρωπο να δραπετεύει από την ρουτίνα της καθημερινότητας και έτσι έχει ευεργετική επίδραση, καθώς η πραγματικότητα της ζωής κουράζει σωματικά και ψυχικά τον άνθρωπο που παλεύει να ανταποκριθεί στις ευθύνες και τις υποχρεώσεις της ζωής. Μετά τη διασκέδαση, η καινούρια μέρα αρχίζει πιο αισιόδοξα, όπως και η προσμονή της κάνει τον κόπο της καθημερινότητας υποφερτό.
 Η διασκέδαση διαφέρει σημαντικά από την ψυχαγωγία καθώς εκδηλώνεται όχι με στοχαστικές και βαθιά πνευματικές δραστηριότητες,  όπως η  παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης, αλλά με αυθόρμητα αστεία,  θορυβώδη γέλια, χαμόγελα και εμφανή συμμετοχή του σώματος κατά τη διαδικασία αυτή.
Ο αρχαίος Έλληνας σοφός Δημόκριτος έλεγε: «Βίος ανεόρταστος , μακρά οδός απανδόχευτος», δηλαδή μια ζωή χωρίς γιορτές [και πανηγύρια] είναι σαν ένας μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο.
Στα παλαιότερα χρόνια οι κάτοικοι των χωριών μας, όσο κι αν φαίνεται δύσκολο να το πιστέψουμε, διασκέδαζαν και περισσότερο και με τελείως διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά από σήμερα. Κατ’ αρχήν υπήρχε αμεσότητα και ευρεία κοινωνική συναναστροφή στη διασκέδαση. Αυτή η αμεσότητα και η κοινωνική επαφή είχε αυθεντικότητα και  βάθος. Γνώριζαν καλά ποιος είναι καλλίφωνος, ποιος είναι καλός καλαμπουρτζής, ποιος είναι καλός μίμος, ποιος ξέρει καλό χορό και σε κάθε παρέα, σε κάθε γλέντι αποδείκνυαν τις αρετές τους στο κοινό που τους αγκάλιαζε με ζεστασιά γιατί χάρη σ’ αυτούς η διασκέδαση  γινόταν απολαυστικότερη.
Διασκέδαζαν πολύ συχνά κατά τη διάρκεια του έτους. Κορυφαίο γεγονός για διασκέδαση ήταν ο γάμος ο οποίος εκείνα τα χρόνια στα χωριά διαρκούσε μία εβδομάδα. Συμμετείχαν όχι μόνο οι κοντινοί συγγενείς των νεόνυμφων αλλά σχεδόν όλο το χωριό. Τραγουδούσαν τραγούδια του γάμου και χόρευαν με τη συνοδεία παραδοσιακών μουσικών οργάνων. Στον τόπο μας επειδή συνήθως οι νεόνυμφοι και φυσικά οι καλεσμένοι  ήταν συγχωριανοί γιατί οι Κερασοβίτες σπάνια παντρεύονταν  σύζυγο από άλλο μέρος, γνώριζαν όλοι και τα έθιμα και τα τραγούδια κι έτσι το γλέντι είχε ευρεία συμμετοχή.
Άλλη ευκαιρία για διασκέδαση ήταν τα πανηγύρια. Κορυφαίο πανηγύρι στο χωριό μας ήταν η γιορτή της πολιούχου μας Αγίας Παρασκευής στις 26 Ιουλίου. Τα παλιότερα χρόνια το πανηγύρι κρατούσε τρεις μέρες και υπήρχαν πολλές ζυγιές όργανα. Χόρευαν στην πλατεία της εκκλησίας κάτω από τον πλάτανο σε κύκλο, όπου στο εσωτερικό έμπαιναν οι γυναίκες και στον εξωτερικό κύκλο οι άντρες. Χοροί γίνονταν ταυτόχρονα και στα τρία ή τέσσερα μαγαζιά-ταβέρνες πέριξ της πλατείας. Δεν είναι τυχαίο ότι το Κεράσοβο κράτησε δικούς του οργανοπαίχτες και μάλιστα τους κορυφαίους στο είδος τους.  Στο χωριό μας, λίγο πριν της Αγίας Παρασκευής, κατέφθαναν οι παρέες των μαστόρων από τα ‘ξένα’ όπου είχαν πάει για δουλειά στη μαστορική από το φθινόπωρο. Έτσι το πανηγύρι αποκτούσε μεγαλύτερη σημασία καθώς ήταν η ευκαιρία να ανταμώσει η οικογένεια αλλά και να φανεί ποια κομπανία μαστόρων έφερε τα περισσότερα κέρδη τη χρονιά που πέρασε.
Φυσικά γλέντια γινόταν και στις εορτές των  αγίων στα εξωκκλήσια του χωριού. Κάποια από αυτά κρατάνε μέχρι και σήμερα όπως στον Προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου και στον Άγιο Θεοδόσιο στις 30 Ιουνίου. Εδώ μάλιστα πολλοί κάτοικοι διανυκτερεύουν στον άγιο και ομαδικά ψήνουν και χορεύουν με ζωντανή  μουσική  από κομπανία παραδοσιακών τραγουδιών. Οι ιδιοκτήτες των εκκλησιών διοργανώνουν το γλέντι και προσφέρουν μεζέδες και ποτά στους προσκυνητές. Γενικά τα εξωκκλήσια οι Κερασοβίτες τα φροντίζουν με ιδιαίτερο μεράκι και αποτελούν ειδυλλιακό τόπο για διασκέδαση.
Διασκέδαση γινόταν και στις ονομαστικές εορτές κατά τις οποίες οι εορτάζοντες  κρατούσαν το σπίτι όλη την ημέρα ανοιχτό και τους περίμεναν όλους να περάσουν για τα χρόνια πολλά. Μετά τη λειτουργία, ο ιερέας θα περάσει από το σπίτι του εορτάζοντα για να σηκώσει ύψωμα.
Γλέντια φυσικά γίνονταν και στις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης. Τα Χριστούγεννα   τα γλέντια γινόταν στις ταβέρνες. Τις Αποκριές, την Κυριακή της Τυρινής, στην πλατεία άναβαν φωτιές με κέδρα και ντυμένοι μασκαράδες χόρευαν με τα κλαρίνα γύρω από τη φωτιά. Το γλέντι αυτό συνεχίζεται ακόμη και σήμερα κάθε χρόνο και διοργανώνεται από την Αδελφότητα και τον Συνεταιρισμό του χωριού. Μετά το έθιμο μάλιστα ακολουθεί κοινή συνεστίαση και γλέντι στην ταβέρνα του ξενώνα. Το Πάσχα  οι γυναίκες του χωριού αρχίζουν το γλέντι τραγουδώντας και χορεύοντας το τραγούδι: «Σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά». Φυσικά γλέντι γινόταν και γίνεται στη μεγάλη γιορτή της Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο. Βέβαια, τότε την τιμητική τους έχουν τα γύρω χωριά και κυρίως η Σαμαρίνα.
Οι κάτοικοι των χωριών διασκέδαζαν και κατά τη διάρκεια των αγροτικών εργασιών. Όταν έσφαζαν το οικόσιτο γουρούνι πριν τα Χριστούγεννα, η  νοικοκυρά ετοίμαζε μεζέδες για τους συμμετέχοντες. Όταν θέριζαν στα χωράφια, τα βουνά αντιλαλούσαν από τα τραγούδια των θεριστάδων. Γλεντούσε  και η φύση μαζί τους. Όταν τελείωνε η κατασκευή ενός σπιτιού, οι νοικοκυραίοι έκαναν γλέντι για να τιμήσουν τους μαστόρους. Στο κούρεμα των προβάτων και στα καζάνια για την απόσταξη του τσίπουρου κατά το Νοέμβριο. Μεγάλα γλέντια που άφησαν εποχή διοργάνωναν οι νέοι που στρατεύονταν. Λίγες ημέρες πριν ντυθούν στο χακί χόρευαν και γλεντούσαν στην ταβέρνα του Μήτρου Παναγιώτου και του Ανδρέα Βάιλα.
Στις μακριές νύχτες του χειμώνα όταν οι αγροτικές δουλειές λιγόστευαν, διασκέδαζαν στα νυχτέρια. Αυτά γίνονταν από σπίτι σε σπίτι και συμμετείχαν συγγενείς και φίλοι. Κάθονταν γύρω από το τζάκι και μοιράζονταν εργασίες όπως το ξεφλούδισμα των καλαμποκιών, έγνεθαν μαλλί, έπλεκαν φανέλες και κάλτσες ή κεντούσαν. Στο τζάκι έψηναν πρίτσες (ποπ κορν) μέσα στον ψήστη του καφέ, έτρωγαν σκίσματα (αποξηραμένα φρούτα), ξηρούς καρπούς και έπιναν τσίπουρο και κρασί που είχαν φτιάξει από το φθινόπωρο από τα σταφύλια τους. Τραγουδούσαν τοπικά παραδοσιακά τραγούδια και έπαιζαν αυτοσχέδια παιχνίδια. Τέτοια παιχνίδια ήταν το «Πού είναι και πού δεν είναι». Μ’ αυτό το παιχνίδι έπρεπε να μαντέψουν σε ποια οικογένεια αναφέρονται. Ρωτούσε ας πούμε «Κοιμάμαι εδώ και κοιτάω τον Αι-Γιώργη» για να του δώσει κάποια κατεύθυνση. Και συνέχιζε: «Έχει μια κορμοχήρα (γιαγιά), έναν κορμόχηρο (παππού), ένα αντρόγυνο, έναν πέτσ’νο (γιο) και δυο πλακίδες (κόρες)». Αν  έβρισκε σε ποια οικογένεια αναφέρονταν, συνέχιζε αυτός  που το βρήκε. Άλλο παιχνίδι που έπαιζαν ήταν το «κόσκινο». Έλεγαν το όνομα ενός υποψήφιου  ή μιας υποψήφιας για γάμο, έβαζαν κάποια σημάδια και γύριζαν το κόσκινο και ανάλογα πού θα στέκονταν, «έβρισκαν» ποιον θα παντρευτούν.  Ακόμη έκαναν φάρσες μεταξύ τους, μιμούνταν τα ελαττώματα κάποιου, έκαναν κουτσομπολιό για τα μικρά και τα μεγάλα μυστικά του χωριού. Στα νυχτέρια γίνονταν και τα περισσότερα συνοικέσια. Γι’ αυτό και αποτελούσαν για τους νέους ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Βλέπετε λοιπόν, ότι η διασκέδαση στα παλαιότερα χρόνια ήταν αναπόσπαστο μέρος της ζωής των κατοίκων του χωριού. Παρά την αφάνταστη κούραση της καθημερινότητας, παρά τις στενοχώριες που πολύ συχνά βάραιναν τους ώμους των ανθρώπων, έβρισκαν τη δύναμη να σταθούν όρθιοι, σήκωναν το κεφάλι και διασκέδαζαν. Γιατί αυτό είναι το νόημα της ζωής. Και ακριβώς αυτό είναι το παράδειγμα εκείνων των ανθρώπων: Η κούραση, οι αναποδιές, οι στενοχώριες δεν πρέπει να λυγίζουν τον άνθρωπο. Η ζωή είναι πιο δυνατή και πάντα προχωράει μπροστά.
Ακόμη και ο τρόπος που διασκεδάζουμε έχει τη σημασία του. Αν είναι αυθεντικός, ανθρώπινος, οικείας και άμεσος αφήνει περισσότερα οφέλη στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Τότε η διασκέδαση είναι θεραπευτική, ξεκουράζει και καλλιεργεί την επιθυμία για το επόμενο γλέντι. Φέρνει τους ανθρώπους που συμμετέχουν πιο κοντά και καλλιεργεί δεσμούς και σφυρηλατεί σχέσεις. Γι’ αυτό και το ωραίο γλέντι δεν είναι θέμα οικονομικού κόστους αλλά ποιοτικών χαρακτηριστικών, χαρακτηριστικά που σήμερα λείπουν και γι’ αυτό αναζητούμε τη διασκέδαση σύμφωνα με ξενόφερτα πρότυπα που όμως βασίζονται στον ατομισμό, δίνουν έμφαση στο θέαμα και όχι στην καλλιέργεια υγειών συναισθηματικών δεσμών μεταξύ των συμμετεχόντων στο γλέντι.


Σημείωση: Ευχαριστώ πολύ για την πολύτιμη βοήθεια την κ. Χριστίνα Ν. Κοταδήμου. 
                                               Αθήνα, Μάρτιος 2016
                                                   Δημήτρης Τέλλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου