Μ.Η.Α.Σ.Ε.Ε.

Κερασοβίτες πατριώτες στην οργάνωση
«Μ.Η.Α.Σ.Ε.Ε.»
(Μακεδονοηπειρωτικό Αντάρτικο Σώμα Ελεύθερων Ελλήνων)

Μετά τον Απρίλιο του 1941, όταν η Ελλάδα εισήλθε στην μαύρη περίοδο της τριπλής κατοχής, την περιοχή της Πίνδου ανέλαβαν οι Ιταλοί. Κάποιοι τυχοδιώκτες βρήκαν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και σε συνεργασία με τους κατακτητές ανακήρυξαν ανεξάρτητο κράτος της Πίνδου με πρωτεύουσα την Σαμαρίνα! Εγκέφαλος της όλης επιχείρησης ήταν ο Σαμαρινιώτης Αλκιβιάδης Διαμαντής με κάποιους Ρουμάνους συνεργάτες του. Η ιδεολογική βάση του εγχειρήματος στηρίχτηκε στην Ρουμάνικη προπαγάνδα   που είχε ξεκινήσει από τις αρχές του 1900 περίπου και διακήρυττε  ότι οι Βλάχοι της Ελλάδας είναι Ρουμάνοι. Ιστορικά όμως η άποψη αυτή δεν στέκει. Σύμφωνα με έγκυρους ιστορικούς οι Βλάχοι είναι γνήσιοι Έλληνες οι οποίοι καθώς διέμεναν σε περιοχές όπου ήταν εγκαταστημένες ρωμαϊκές φρουρές και καθώς ήταν νομάδες, η γλώσσα τους πήρε πολλά στοιχεία  από την λατινική κι έτσι προέκυψε το βλάχικο ιδίωμα. Μέγιστη απόδειξη για την ελληνική συνείδηση των Βλάχων είναι το γεγονός ότι σε όλες τις μεγάλες στιγμές του Έθνους οι Βλάχοι έδωσαν το παρόν υπερασπιζόμενοι την τιμή και την ακεραιότητα της χώρας. Πολλοί μάλιστα από τους μεγάλους ευεργέτες ήταν Βλάχοι. Άλλωστε ιστορικά δεν αναφέρεται πουθενάότι ρουμάνικοι πληθυσμοί μετοίκησαν στον ελλαδικό χώρο.
Με το σύνθημα «Βομβαρδισιάστου Αθήνα, πρωτευουσιάστου Σαμαρίνα», άρχισαν διώξεις εναντίον κάθε πατριώτη και ταυτόχρονα ίδρυσαν ρουμανικά σχολεία στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου.
Στο βιβλίο «Η ΠΙΝΔΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ», έκδοση 1948, του Συλλόγου Μακεδόνων Ομήρων Καταδίκων Ιταλίας «Η Πίνδος», διάδοχος της «Αγγλοελληνικής Οργάνωσης» γράφει:
«Κατόπιν της δημιουργηθείσης καταστάσεως υπό της περιφήμου 5ης Λεγεώνος, η σκέψις όλων των κατοίκων ήταν το πώς θα μπορούσαν ν’ αντιδράσουν και ν’ απαλλαγούν το ταχύτερον από την τυραννικήν διοίκησιν και το κράτος του κτηνανθρώπου Διαμάντη. Για το σκοπό αυτό, άρχισαν να γίνονται διάφορες μυστικές συσκέψεις των γνησίων Ελλήνων πατριωτών, οι οποίοι κατέληξαν εις την απόφασιν όπως μία επιτροπή μεταβή εις Θεσσαλονίκην και έλθει εις συνεννοήσεις με άλλους εγκαταστημένους εκεί συμπατριώτας.
Την εποχήν εκείνην, εις την περιφέρειαν της Πίνδου βρισκότανε ο Άγγλος ταγματάρχης Τζακ Πρέστον, με 25 Άγγλους στρατιώτας και τον Κύπριον επιλοχίαν του αγγλικού στρατού, Τηλέμαχον Παπαγεωργίου.
Την προστασίαν του Άγγλου ταγματάρχου και των ανδρών του είχε αναλάβει προσωπικώς ο οπλαρχηγός Ιωάννης Γ. Τζίνας, ένας αληθινός Έλλην πατριώτης, που προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον ελληνικό στρατό, κατά την διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, εις την περιφέρειαν της Πίνδου και Αλβανίας. Ο Ιωάννης Γ. Τζίνας τελών υπό τας διαταγάς του στρατηγού Στανωτά  και ευρισκόμενος πάντοτε επί κεφαλής της ομάδος αδελφών Τζίνα. , επέδειξεν ηρωισμόν και αυταπάρνησιν στο καθήκον προς την πατρίδα».
Η ομάδα των Κερασοβιτών που παρουσιάστηκαν εθελοντικά για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο έπος του 1940 με επικεφαλής τον Δημήτριο (Μήτσ’κα) Τζίνα και αναλάμβαναν μυστικές και ριψοκίνδυνες αποστολές, αποτελούνταν από τους:
-Μιλτιάδης Τζίνας
-Βαγγέλης Τσούμπανος
-Λεωνίδας Τσούμπανος
-Ευθύμιος Στεφάνου
-Νίκος Τέλλης
-Γιώργος Βάσιος
-Αχιλλέας Ζιούλης
-Θωμάς Κοταδήμος
-Γιάννης Γκουγκέτας
-Δημήτριος Παπακώστας
-Μιλτιάδης Α. Κυρίτσης
-Αχιλλέας Κοταδήμος
-Σπύρος Γαλάνης
-Κώστας Δέδες (Πληκάτι)
Σημ. Τα στοιχεία με τα ονόματα είναι από το βιβλίο του Κερασοβίτη Σπύρου Γαλάνη «Ιστορικά Διηγήματα».
Και το βιβλίο «Η ΠΙΝΔΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ» συνεχίζει: «Σε μια από τις μυστικές συνεδριάσεις των κατοίκων της Σαμαρίνας, έλαβαν μέρος ο ταγματάρχης Τζακ Πρέστον και ο επιλοχίας Τηλέμαχος Παπαγεωργίου, οι οποίοι μαζί με την επιτροπή εξεκίνησαν  υπό την καθοδήγησιν του οπλαρχηγού Ιωάννου Τζίνα και ύστερα από μια κοπιώδη και πλήρη περιπετειών πεζοπορεία, έφθασαν εις την μακεδονικήν πρωτεύουσαν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ιωάννης Τζίνας εκτός των άλλων είχε εφοδιάσει τον ταγματάρχη Τζακ Πρέστον και τον επιλοχίαν Παπαγεωργίου με πιστοποιητικά κωφαλλάλων και με βεβαίωσιν  ότι ήσαν κτίσται το επάγγελμα.
Εις την Θεσσαλονίκην  η επιτροπή έρχεται αμέσως εις επαφήν με τον Πινδαίον πατριώτην Ζήσην Νίγκζαν, εις τον οποίον αναθέτει την εντολή όπως μεταξύ των συμπατριωτών  και λοιπών εμπίστων εκλέξει τα κατάλληλα πρόσωπα προς ίδρυσιν μιας  οργανώσεως αντιστάσεως, της οποίας μοναδικός σκοπός θα ήταν η απελευθέρωσις της Πίνδου απ’ το εγκληματικόν κράτος του Διαμάντη και η τέλεια εξόντωσις της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνος.
Κι έτσι το πρώτον δεκαήμερον του 1941 η επιτροπή αγώνος – αυτός ήτο ο αρχικός τίτλος της – συνέρχεται εις πρώτην συνεδρίασιν εις το ιστορικόν υπόγειον του επί της οδού Γεωργίου Σταύρου 4 ακινήτου εις Θεσσαλονίκην».
Τα πρόσωπα που έπαιρναν μέρος στις συνεδριάσεις αυτές  υπό την προεδρίαν του  ταγματάρχου Τζακ Πρέστον και του Τηλέμαχου Παπαγεωργίου ήσαν οι κάτωθι:
1) Ζήσης Νίκζας, 2) Ιωάννης Νίκζας (πατήρ), 3) Σιώκας Τζίνας, 4) Ιωάννης Τζίνας, 5) Δημήτριος Τζίνας, 6) Νίκος Ζάχος, 7) Γιώργος Κατσαρός (ανθ/ρχος), 8) Θ. Θωμάς, 9) Π. Ι. Γκούτσιος, 10) Π. Μανούζας, 11) Β. Οικονόμου, 12) Χ. Καλίτσης, 13) Γ. Νικολαΐδης, 14) Κ. Δαυίδ, 15) Ι. Παντίρης, 16) Π. Α. Παπαπαναγιώτης, 17) Κ. Καρδάρας,  18) Μαρία Νίκζα, 19) Ελένη Νίκζα κ.ά. των οποίων τα ονόματα δεν αναφέρομεν για λόγους σκοπιμότητος.
Σε μία από τις συνεδριάσεις απεφασίσθη η ίδρυσις αγγλοελληνικής οργανώσεως αντιστάσεως (Μακεδονοηπειρωτικόν ανταρτικόν σώμα ελεύθερων Ελλήνων), Μ.Η.Α.Σ.Ε.Ε.
Η διοίκησις της οργανώσεως ανατέθη εις τον αείμνηστον ηρωικόν ταγματάρχην Τζακ Πρέστον με επιτελάρχην  τον γενναίο ταγματάρχη Μιλτιάδη Πόρτην και με υπασπιστήν τον επιλοχίαν Τηλέμαχον Παπαγεωργίου.
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω ο σκοπός της υπό τον Τζακ Πρέστον οργανώσεως ήταν η συνέχισις της αντιστάσεως κατά του εχθρού, ενέργειες σαμποτάζ, συγκεντρώσεις του πολεμικού μας υλικού και η ένοπλος αντίδρασις κατά της Ρωαμαϊκής λεγεώνος, της ιδρυθείσης υπό του εθνοπροδότου Διαμάντη και η οποία είχε ως σκοπόν την εδραίωσιν του ανεξαρτήτου κράτους της Πίνδου υπό την ιταλικήν επιρροήν.
Προς επιτυχίαν του σκοπού της αγγλοελληνικής οργανώσεως συνεστήθη ένοπλον αντάρτικον  σώμα με την επωνυμίαν «1ον Μακεδονοηπειρωτικόν αντάρτικον σώμα Ελεύθερων Ελλήνων».
Το σώμα αυτό αποτελούμενον από 113 αποσπάσματα είχε ως γενικόν αρχηγόν τον Ζήσην Ιωάν. Νίκζαν, εις τον οποίον η αρχηγία ανετέθη κατόπιν αποφάσεως του αρχηγού της Αγγλοελληνικής οργανώσεως, ταγματάρχην Τζακ Πρέστον.
Ως οπλαρχηγοί των κυριοτέρων αποσπασμάτων ανέλαβον οι Ιωάννης Τζίνας (εφονεύθη υπό των Γερμανών τον Μάιον του 1942), Μαϊρ-Σακκή, Τηλέμαχος Παπαγεωργίου (διευθύνων την ομάδα των Άγγλων), Αριστοτέλης Χαρισιάδης, Παντελής Β. Γκούτσιος, Θωμάς Παπαθωμάς, Νικόλαος Κωστάρας, Γεώργιος Κωστάρας, Ιωάννης Καραλιόλιος, Δημήτριος Μπιτογιάννης, Αθανάσιος Λιάκας, Μιλτιάδης Μέλλιος, Ιωάννης Μανδραβέλης, Κωνσταντίνος Μπαϊρακτάρης (εφονεύθη  υπό των Γερμανών εις την μάχην της Νεαπόλεως), Βασίλειος Οικονόμου (καταδικασθείς εις θάνατον υπό του ιταλικού στρατοδικείου Ναυπάκτου, απεβίωσε εις φυλακάς της Ιταλίας), Κωνσταντίνος Μέλλιος (εφονεύθη υπό των Γερμανών κατά το 1943),  Αθανάσιος Χ. Γώγος (εφονεύθη υπό των Γερμανών εις την μάχην της Καλαμπάκας το 1943), Σιώκας Τζίνας, Μαργαρίτης Γεωργίου, Ρίζος Μέλλιος, Δημήτριος Τζίνας, Κωνσταντίνος Καρδάρας, Παναγιώτης Παπαγεωργίου και άλλοι αφανείς ήρωες.
Μετά την δράσιν της  εις την Μακεδονικήν πρωτεύουσαν η «Αγγλοελληνική Οργάνωσις» έλαβε την απόφασιν να συντονίσει τις ενέργειές της. Δηλαδή την εξόντωσιν της Ρωμαϊκής λεγεώνος και την σύλληψιν του αρχηγού αυτής, εθνοπροδότου Διαμάντη.
Και η μεγάλη στιγμή για την εκπλήρωση των πόθων του ηρωικού λαού της Πίνδου έφθασε. Την 2αν Αυγούστου 1941 αναχωρούν εκ Θεσσαλονίκης με την βοήθειαν του υπ/ράρχου Αποστόλου Κυριακοπούλου με κατεύθυνσιν εις Σαμαρίνα, ο αρχηγός της «Αγγλοελληνικής Οργανώσεως», Τζακ Πρέστον, και ο υπασπιστής του Τηλέμαχος Παπαγεωργίου με τον Σιώκα Τζίνα προς συνάντησιν  του ευρισκόμενου εις την περιοχήν της Πίνδου επιτελάρχου των ανταρτικών αποσπασμάτων του ταγματάρχου Μιλτιάδου Πόρτη (εφονεύθη εις την μάχην  Σιατίστης υπό των Γερμανών το έτος 1943) και άλλων οπλαρχηγών.
Την 6ην Αυγούστου, εκεί στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής γίνεται η προσδιορισθείσα συνάντησις και συγκέντρωσις των οπλαρχηγών. Αφού ομίλησαν ο Τηλέμαχος Παπαγεωργίου ως διερμηνεύς του Τζακ Πρέστον και οι οπλαρχηγοί Στέργιος Ροσσικόπουλος και Ιωάννης Τζίνας αναπτύσσοντες εις τους συγκεντρωθέντας  οπλαρχηγούς τον κίνδυνον που διέτρεχες ο πληθυσμός της Πίνδου από το κράτος του Διαμάντη, του Εθνοπροδότου αυτού που επεδίωκε τον αφανισμό κάθε ελληνικού ήθους και εθίμου, κατεστρώθησαν τα σχέδια.
Ημέρα δράσεως είχε καθορισθεί η 16 Αυγούστου 1941. Δυστυχώς όμως από της 8ης του ιδίου μηνός οι Ιταλοί είχαν λάβει γνώσιν όλων των σχεδίων της οργανώσεως κατόπιν προδοσίας του Κωνσταντίνου και Ιωάννου Αγορογιάννη. Μετά την προδοσίαν οι λεγεωνάριοι με την σύμπραξιν της ιταλικής φρουράς άρχισαν την συστηματικήν παρακολούθησιν των μελών της οργανώσεως επί εξακριβωμένων πλέων δεδομένων. Αλλά και η οργάνωσις δεν υστέρησε εις την λήψιν των ενδεικνυομένων μέτρων πληροφορηθείσα την προδοσίαν παρά του Έλληνος πατριώτου και εκλεκτού πληροφοριοδότου της Ν. Παπαζήση και άλλων πληροφοριοδοτών.
Η σύλληψη των αγωνιστών
30 περίπου καραμπινιέριδες και λεγεωνάριοι, με επικεφαλής τους Ματθαίον Αγορογιάννην, Δημήτριον Αβέλλαν, Μιχαήλ Ζούκην και Δημήτριον Ζούκην επέδραμον εις την οικίαν του Κων/νου Χώτου και με τα όπλα παρατεταμένα εζήτησαν από τους εκεί κρυπτόμενους να παραδοθούν.
Ο Γενικός αρχηγός των αποσπασμάτων Ζήσης Νίκζας και οι ευρισκόμενοι εντός της οικίας, ο οπλαρχηγός Λεωνίδας Τσούμπανος, Ελένη Ι. Νίκζα (μητέρα του Ζήση Νίκζα), Σουλτάνα Τσουμπινάκη και Αναστάσιος Γεωργίτσης, βλέποντας ότι θα ήταν άσκοπος  πλέον κάθε αντίστασις, αναγκάσθησαν να παραδοθούν μετά του οπλισμού των.
Ο οπλαρχηγός Ιωάννης Τζίνας ευρισκόμενος κι αυτός εντός της Σαμαρινας και πληροφορηθείς την σύλληψιν του Ζήση Νίκζα και των άλλων προαναφερθέντων μελών της οργανώσεως, έσπευσε να ειδοποιήσει περί τούτου τον Τζακ Πρέστον δια του συνδέσμου Αποστόλου Βάιλα.
Την ίδιαν νύχτα όμως οι καραμπινιέρηδες και λεγεωνάριοι γνωρίζοντες πλέον πρόσωπα και πράγματα, συνέλαβαν τον Ιωάννην Τζίναν και Ζήσην Γκριζιώτην.
Από δω και πέρα αρχίζει πλέον η τραγωδία και τα μαρτύρια των ηρωικών πατριωτών, που απεδύθησαν εις τον ιερόν αγώνα της διατηρήσεως των παραδόσεων και των πεπρωμένων της Ελληνικής φυλής. Τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι πρωτοπόροι αυτοί της ελευθερίας, είναι τόσο φρικτώδη και μαρτυρικά που δεν θα μπορούσε να τα συλλάβει ούτε η πέννα του πλέον ευφάνταστου συγγραφέως.
Όσα συνέβησαν μέσα στο δωμάτιο αυτό των μαρτυριών είχαν γίνει αντιληπτά κι’ από τους άλλους κρατουμένους γιατί τα δωμάτια ήταν το ένα δίπλα στο άλλο.
Όλα τα ακούγανε οι κρατούμενοι εκείνη την τραγική ημέρα, 15 Αυγούστου 1941, εορτήν της Μεγαλόχαρης. Και τα χτυπήματα και τις βρισιές και τα μαρτύρια που περνούσεν ο συμπολεμιστής τους. Η αγωνία έπνιγε τώρα τα στήθια τους και περίμεναν κι’ αυτοί τη σειρά τους. Ο οπλαρχηγός Λεωνίδας Τσούμπανος βηματίζει νευρικά μέσα στο δωμάτιο σαν πληγωμένο λιοντάρι, κλεισμένο στο κλουβί του. Τα χέρια του είναι δεμένα. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα, μα σε κάποια  στιγμή το θολωμένο βλέμμα του, πέφτει στο παράθυρο. Ευτυχώς το παράθυρο αυτό δεν έχει κάγκελα και, κάποια σκέψη περνά απ’ το μυαλό του.
Πλησιάζει το παράθυρο και κοιτάζει κάτω, μα είναι πολύ ψηλά. Είναι πάνω από δέκα μέτρα. Δεν τα λογαριάζει και αποφασίζει να πηδήσει. Και να σκοτωθεί, ήταν προτιμότερος ο θάνατος έτσι παρά να πεθάνει από τα μαρτύρια των Ιταλών και των λεγεωναρίων του Διαμάντη.
Αρχίζει να σκοτεινιάζει κι αυτό του δίνει ελπίδες για τα σχέδιά του. Περιμένει να νυχτώσει λίγο ακόμη κι όταν πια το σκοτάδι γίνεται πυκνότερο, παίρνει την απόφασή του.
Τα χέρια του είναι δεμένα, όπως γράψαμε και πιο πάνω, θέλει να κάνει το σημείο του σταυρού, μα δεν μπορεί. Τα χείλη του όμως ψιθυρίζουν κάποια προσευχή. Δρασκελίζει το παράθυρο και ρίχνεται στο κενό. Σε λίγο πατάει στο χώμα. Με την δύναμη του Θεού και της Μεγαλόχαρης δεν χτυπάει. Χωρίς να χάνει καιρό, αρχίζει να τρέχει. Ένας Ιταλός σκοπός τον αντιλαμβάνεται και πυροβολεί. Δεν τον παίρνει καμιά σφαίρα και προστατευμένος απ’ το σκοτάδι εξαφανίζεται. Έτσι ένας από τους ήρωες αιχμαλώτους ήταν πάλι ελεύθερος.
Έρευνες στο Κεράσοβο
Επί τη βάση των πληροφοριών  που είχαν δώσει οι προδότες Αγορογιάννηδες, οι συλλήψεις των εθνικών αγωνιστών της «Αγγλοελληνικής Οργανώσεως Αντιστάσεως» συνεχιζόντουσαν και τώρα έπρεπε να συλληφθούν οι αδελφοί Τζίνα και ο σύνδεσμος των ανταρτικών αποσπασμάτων Ευστάθιος Σιώμος, διαμένοντες εις το Κεράσοβον, 31/2 ώρες περίπου μακριά από την Σαμαρίνα.
Ο Διαμάντης δεν ήθελε να χάνει καιρό, ήταν τρομοκρατημένος τόσο πολύ και την ίδια μέρα της αφίξεως των δύο ιταλικών ταγμάτων (17 Αυγούστου 1941) διέταξε 200 Ιταλούς φασίστες και 50 περίπου λεγεωνάριους με επί κεφαλής τον λοχαγόν Βελεασάρα και τον διερμηνέα Γ. Προφέτζαν να μεταβούν εις Κεράσοβον δια την σύλληψιν των προαναφερομένων εθνικών αγωνιστών.
Η φάλαγγα ξεκίνησε αργά το βράδυ σέρνοντας μαζί της τον δεμένον εις την ουράν του αλόγου τον αρχηγό των ανταρτικών αποσπασμάτων Ζήσην Νίκζαν ο οποίος παρά τα τραύματά του εις ολόκληρον τον κορμό του και τα γυαλιά του ήταν καρφωμένα στα πόδια του από τον θάλαμο των βασανιστηρίων αναγκαζόταν να ακολουθεί το άλογο ημιλιπόθυμος και υποφέροντας φρικτά. Πού τον πήγαιναν, δεν ήξερε, ούτε γιατί τον έπαιρναν μαζί τους.
Μέσα στο μυαλό του περνούσαν χίλιες δυο σκέψεις. Ίσως πήγαιναν να χτυπήσουν τον Τζακ Πρέστον, ίσως πήγαιναν να συλλάβουν και άλλους αγωνιστάς, ίσως και να πήγαιναν να τον εκτελέσουν.
Η ιταλική φάλαγγα ύστερα από πορείαν ολόκληρης νύχτας, οδηγουμένη από τον λεγεωνάριον Δημήτριον Ανθούλην, έφθασε προς τα χαράματα έξω από το Κεράσοβον.
Ο Βελεασάρα ήθελε να μπει τώρα μέσα στο χωριό, αλλά για να μην  τον αντιληφθούν οι καταζητούμενοι και δραπετεύσουν πήρε μαζί του 20 περίπου Ιταλούς στρατιώτες λεγεωνάριους, τον διερμηνέαν Γ. Προφένζαν και τον αιχμάλωτό του Ζήσην Νίκζαν και προχώρησεν προς την πλατεία του χωριού.
Όταν έφθασαν εκεί ο Βαλεασάρα σταμάτησε και ρώτησε τον Ζήσην Νίκζαν:
-Δεν μου λες εσύ τώρα, ποιο είναι το σπίτι του Σιώμου;
Ο Ζήσης Νίκζας άρχισε να καταλαβαίνει τώρα ποιος ήταν ο σκοπός του Βαλεασάρα και γιατί τον έσερνε και αυτόν μαζί του. Ο ήρωας αυτός που τόσα βασανιστήρια είχε υποστεί ως την στιγμή εκείνη, αν και ήξερε πως η ζωή του κραμώτανε από τα χέρια του Ιταλού λοχαγού και των εγληματιών που τον περιτριγύριζαν, δεν έχασε ούτε το θάρρος του, ούτε την ψυχραιμίαν του και απάντησε άφοβα και με λόγια σταθερά:
-Ούτε τον Σιώμο ξέρω, ούτε και ποιο είναι το σπίτι του.
Ο Ιταλός λοχαγός κοίταξε με δυσπιστία.
-Με κοροϊδεύεις;
-Δε σε κοροϊδεύω, αλλά με ρωτάς για πράγματα που δεν ξέρω.
Εκείνη τη στιγμή όμως έκανε την εμφάνισή του κι ένας διερχόμενος αγροφύλακας. Ο Βαλεασάρα τον είδε και τον σταμάτησε.
-Έλα εδώ εσύ!
Ο αγροφύλακας πλησίασε τρέμοντας.
-Εδώ είμαι, κύριε λοχαγέ.
-Ξέρεις πού είναι το σπίτι του Στάθη Σιώμο;
-Το ξέρω, λοχαγέ μου.
-Εμπρός, γρήγορα, να με πας εκεί.
Ο αγροφύλακας τρέμοντας ακόμη από τον φόβο του, χωρίς να περιμένει να του πουν περισσότερα, άρχισε να προχωρεί προς την άκρη του χωριού, και σε λίγο ο Βαλεασάρα, οι στρατιώτες του και οι λεγεωνάριοι βρισκόντουσαν μπροστά στην αυλόπορτα του προδοθέντος μέλους της Εθνικής Οργανώσεως Αντιστάσεως.
Μόλις έφθασαν εκεί, ο Βαλεασάρα διέταξε να κυκλώσουν το σπίτι, εκτός από την οπίσθια πλευρά που περνούσε ένα ποτάμι και ήταν αδύνατον να το διαβούν. Αφού το σπίτι κυκλώθηκε, ο Ιταλός λοχαγός διέταξε να λύσουν τον αιχμάλωτον Ζήσην Νίκζαν και αφού πλησίασε, του είπε προστακτικά:
-Εμπρός, εσύ τώρα, πλησίασε την πόρτα και φώναξε στον Σιώμο να μας φέρει ψωμί.
-Πώς να τον φωνάξω αφού δεν τον ξέρω;
-Άφησέ τα αυτά και ξέρουμε πως είσαι φίλος του. Μίλησε, γιατί αλλιώς το βλέπεις το πιστόλι; Είμαι έτοιμος να σου τινάξω τα μυαλά.
Ο Ζήσης Νίκζας υπό την απειλήν του περιστρόφου αναγκάσθηκε να φτάσει στο κατώφλι της αυλόπορτας και να φωνάξει:
-Στάθη Σιώμο, έλα μια στιγμή έξω. Εγώ είμαι ο φίλος σου ο Ζήσης.
Ταυτοχρόνως φώναξε και ο Προφέντζα για να παρασύρει ακόμη περισσότερο τον Σιώμο.
-Έλα, Στάθη, γρήγορα γιατί δραπετεύσαμε από τους Ιταλούς κι ήρθαμε να σε δούμε μόνο για μια στιγμή και να φύγουμε
-Γιατί δεν περνάτε μέσα, βρε παιδιά, φώναξε από μέσα ο Σιώμος, αναγνωρίζοντας τη φωνή του Ζήση Νίκζα.
-Όχι, είμαστε βιαστικοί, πρόφτασε να πει πάλι ο Προφέντζα. Λίγο ψωμί ήρθαμε να μας δώσεις και να φύγουμε αμέσως.

Ο Ευστάθιος Σιώμος μη υποπτευόμενος πλέον την «μπλόφα» των Ιταλών, οι οποίοι φοβούμενοι να πλησιάσουν κοντά στο σπίτι, χρησιμοποιούσαν ως πρόχωμα τον Ζήσην Νίκζα, έκανε την εμφάνισή του κρατώντας ένα ψωμί στα χέρια.
Τότε ο Ζήσης Νίκζας αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα για να σώσει τον προδομένον εθνικόν αγωνιστήν.
Μη λογαριάζοντας τις φοβέρες και τα όπλα των Ιταλών, βοηθούμενος από το σκοτάδι, έκανε δύο γρήγορα βήματα προς τον Σιώμον και δίνοντάς του μια γροθιά στο στήθος, του είπε σιγά:
-Φύγε γιατί θα σε πιάσουν!
Ο Κερασοβίτης Στάθης Σιώμος
Ο Σιώμος δεν άργησε να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε και τι τον περίμενε. Ψιθύρισε κι αυτός ένα «ευχαριστώ» στον Ζήση Νίκζα και γυρίζοντας πίσω, γύρισε πάλι στο δωμάτιό του. Εκεί, δρασκέλισε το παράθυρο και πήδησε στο ποτάμι.
-Τενέντε ασκαπάτο (λοχαγέ μου μας έφυγε), ακούσθηκε μέσα στη νύχτα η στριγκιά φωνή του Προφέντζα.
Ο Ιταλός λοχαγός ακούγοντας τα λόγια αυτά, υπέθεσε προς στιγμήν, πως δραπέτευσε ο Ζήσης Νίκζας και άρχισε να πυροβολεί προς την πόρτα.
Ευτυχώς όμως που οι σφαίρες του δεν πήρανε τον Ζήση Νίκζα αλλά τον διερμηνέα των Ιταλών Προφέντζα, ο οποίος τραυματισμένος στην ωμοπλάτη, στο ένα  χέρι  και στο ένα πόδι, έπεσε κάτω. Μερικοί από τους σκοπούς που φρουρούσαν το σπίτι αντελήφθησαν τον Σιώμο να πέφτει στο ποτάμι και άρχισαν να πυροβολούν χωρίς όμως να κατορθώσουν να τον πετύχουν.
Ο Σιώμος βγαίνοντας στην απέναντι όχθη του ποταμού, βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν οπλοφορεμένον πολίτην – άγνωστο αν ήταν λεγεωνάριος – ο οποίος επεχείρησε να τον συλλάβει.
Με μια γροθιά όμως ο Σιώμος τον ξάπλωσε κάτω αναίσθητο και χάθηκε προς το δάσος.
Οι πυροβολισμοί και οι χειροβομβίδες που έπεσαν κατά την δραπέτευσιν του Σιώμου υπήρξαν αρκετά ωφέλιμοι για τα μέλη της «Αγγλοελληνικής Οργανώσεως» και των ανταρτικών αποσπασμάτων που βρισκόντουσαν στην περιοχή Κερασόβου Κονίτσης.
Ούτοι ειδοποιηθέντες δια των πυροβολισμών ότι κάτι συνέβαινε στο χωριό και με την πεποίθησιν ότι οι πυροβολισμοί προερχόντουσαν από Ιταλούς και λεγεωνάριους, εγκατέλειψαν αμέσως τα εντός του χωριού  κρησφύγετά τους και ετράπησαν προς τα όρη.
Όταν ξημέρωσε πια, ο Ιταλός λοχαγός βλασφημούσε θεούς και δαίμονες για την αποτυχία του σύμφωνα με τις διαταγές  που είχε πάρει από τον Διαμάντη, έδωσε διαταγή να εισβάλλουν όλοι οι στρατιώτες του μέσα στο χωριό.
-Τώρα, τους είπε, μπείτε μέσα στα σπίτια και πιάστε όποιον βρείτε μπροστά σας. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέρους, θέλω να μου τους φέρετε όλους εδώ.
Οι Ιταλοί στρατιώτες έσπευσαν να εκτελέσουν την διαταγήν του και έτσι ύστερα από λίγο ο Ιταλός λοχαγός Βαλεασάρα άρχισε να κτυπά ανηλεώς μπροστά στα μάτια  των ολίγων γερόντων και των γυναικών που είχαν μείνει μέσα στο χωριό, τον Ζήση Νίκζα, αφρίζοντας από την λύσσα του.
-Τα ίδια και χειρότερα θα πάθετε όλοι σας αν δεν μου πείτε πού κρύβονται οι παλιοαντάρτες σας, οι Άγγλοι σας και πού κρύβετε τα όπλα σας.
Ό,τι κι αν έκανε όμως ο Ιταλός λοχαγός δεν μπόρεσε να μάθει τίποτα και ξέσπασε στην σύλληψιν των κατωτέρω τους οποίους πήρε  ως ομήρους μαζί του στη Σαμαρίνα.
1. Δημήτριον Κ. Μόσιουλον, Σταθμάρχην Χωροφυλακής Κερασόβου
2. Γεώργιον Αθανασίου, Πρόεδρον Κοινότητος Κερασόβου
3. Χρήστον Τσούμπανον
4. Ευάγγελον Τσούμπανον
5. Βασίλειον Γκούτσιον
6. Χρήστον Σιώμον
7. Δέσπω Γ. Τζίνα
8. Ελένη Γ. Τζίνα
9. Απόστολον Σιώμον,  μετά της συζύγου του
10. Ηλίαν Γκούτσιον και πολλούς άλλους που δεν κατάφεραν να ξεφύγουν.
«Η δίκη»
Την 11ην Απριλίου του 1942 εις το ιταλικόν στρατοδικείον Αγρινίου εισάγονται προς δίκην τα συλληφθέντα μέλη της «Αγγλοελληνικής Οργανώσεως» με διάφορα κατηγορητήρια καταρτισθέντα  υπό των Ιταλών, τη εισηγήσει του Διαμάντη, με επί κεφαλής των κατηγορουμένων τους: Τηλέμαχον Ευθυμιάδην, Ζήσην Νίκζαν, Σ. Σιώμον, Αθ. Τσιουμπινάκην, Κ. Μπαϊρακτάρην, , Λ. Τσούμπανον, Αν. Γεωργίτσην, Σουλτάνα Τσουμπινάκη, Ελένη Παπαζήση (Νίκζα) και Ιωάννην Τζίνα, το κατηγορητήριο των οποίων δημοσιεύομεν κατωτέρω, εις πιστήν μετάφρασιν παρά του κ. Ανδρέου Μάμαλου, δικηγόρου Αθηνών.
Ο Βασιλικός Επίτροπος του Ιταλικού Στρατοδικείου Αγρινίου
Κλητήριον θέσπισμα κατηγορουμένου
Ο Δικαστικός Επίτροπος λαβών υπόψη την προδικασίαν
ΚΑΤΑ:
1. Ευθυμιάδου Τηλέμαχου, μη χαρακτηρισθέντος επαρκώς.
2. Νίκζα Ζήση του Ιωάννου, ετών 31 εκ Κερασόβου (Σημείωση: Ο Ζήσης Νίκζας κατάγονταν από τη Σαμαρίνα. Η σύζυγός του ήταν από το Κεράσοβο.)
3. Σιώμου Λεωνίδα του Ιωάννου, ετών 35, εκ Κερασόβου.
4. Τσιουμπινάκη Αθανασίου του Χρήστου, ετών 28, εκ Φλώρου.
5. Μπαϊρακτάρη Κωνσταντίνου του Χρήστου, ετών 28, εκ Φλώρου.
6. Τσούμπανου Λεωνίδα του Χρήστου, ετών 27, εκ Κερασόβου.
7. Γεωργίτση Αναστασίου του Χρήστου, ετών 27, εκ Γρεβενών.
8. Τσουμπινάκη Σουλτάνα του Χρήστου, ετών 22, εκ Φλώρου.
9. Παπαζήση Ελένη του Μιχαήλ, ετών 58, εκ Φλώρου.
10. Τζίνα Ιωάννου του Γεωργίου, ετών 40, εκ Κερασόβου.
Οι κυριότεροι αρχηγοί μεταφέρθηκαν στην Ιταλία σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Ο Τζακ Πρέστον πήγε στην Αθήνα όπου και δολοφονήθηκε από τους Ιταλούς.
Ο Κερασοβίτης Δημήτριος
(Μήτσ'κας) Τζίνας
Μεταξύ των αρχηγών που έδρασαν εξ ιδίας πρωτοβουλίας ήταν και οι οπλαρχηγοί: Ιωάννης Τζίνας, Δημήτριος Τζίνας, Θωμάς Παπαθωμάς, Γ. Κωστάρας, Ν. Κωστάρας, Ρίζος Μέλιος, Αναστάσιος Παπαθωμάς, Πομπόιος Μανούζας, Μαργαρίτης Γεωργίου,, Π. Γκούτσιος, Θωμάς Θωμάς, Παναγιώτης Παπαπαναγιώτου, Μ. Μαντούβαλος, Ν. Ζάχος κ.ά.
Άλλα μέλη της οργάνωσης Μακεδονοηπειρωτικόν  Σώμα Ανταρτών Ελεύθερων Ελλήνων κατέφυγαν και άλλοι προσχώρησαν  στην οργάνωση κατασκοπείας «ΖΕΥΣ».
Ο δε περιβόητος Αλκιβιάδης Διαμαντής μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, δραπέτευσε στη Ρουμανία.

Ακολουθεί έκθεση της Αστυνομίας Θεσσαλονίκης στην οποία ο συγχωριανός μας Στάθης Σιώμος  περιγράφει τη δράση του στην οργάνωση Μ.Η.ΑΣ.Ε.Ε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου