ΤΟ ΚΑΤΡΑΜΙ

ΤΟ ΚΑΤΡΑΜΙ
Γράφει ο Κώστας Γ. Παγανιάς, Πρόεδρος Π.Σ. Βλάχων Διστράτου

Το κατράμι παραγότανε στην Ήπειρο και στην Δυτική Μακεδονία, κατ’ εξοχήν στο Δίστρατο.
Το Δίστρατο, πρώην Μπριάζα,  είναι ένα βλαχοχώρι στους πρόποδες του Σμόλικα και της Βασιλίτσας, σε υψόμετρο χιλίων μέτρων.
Οι Διστρατιώτες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν αποκλειστικοί παραγωγοί και διαθέτες του κατρανιού, εξού και το προσωνύμιο «κατρανάδες».
Τι είναι όμως το κατράνι ή αλλιώς κατράμι; Είναι ένα παχύρευστο, ελαιώδες μαύρο υγρό με πολύ έντονη χαρακτηριστική μυρωδιά, το οποίο παράγεται από την εξειδικευμένη καύση του δαδιού. Το δαδί (βλάχ. τζάντα) είναι το εσωτερικό μέρος, η καρδιά δηλαδή, των γέρικων ρητινούχων πεύκων που ευδοκιμούν σε πετρώδη και ξηρά εδάφη.
Η διαδικασία παραγωγής του κατρανιού απαιτούσε κοπιαστική, χειρωνακτική εργασία και εξειδικευμένες γνώσεις.
Κατ’ αρχήν κατασκευάζονταν η γούρνα (βλάχ. γκουάπα) κοντά σε θέσεις που υπήρχε η πρώτη ύλη, δηλαδή το δαδί, προκειμένου να ελαχιστοποιείται το κόστος μεταφοράς και ο χρόνος συγκέντρωσης, να μην ξεπερνάει τις δέκα ημέρες. Η κατασκευή γινόταν υποχρεωτικά σε επικλινές έδαφος και σε βάθος 50 εκατοστών με διάμετρο  2 μέτρα, προκειμένου να τοποθετηθούν τα δαδιά με ειδικό και επιμελημένο τρόπο.
Τα κομμάτια του δαδιού ήταν σκισμένα με το τσεκούρι, είχαν μήκος έως 1,5 μέτρα και τοποθετούνταν όρθια και συγκλίνοντα στην κορυφή, ώστε να έχουν σχήμα κωνικό.
Συνολικά χρειάζονταν 3-4 τόνοι καλής ποιότητας δαδιού, πλούσιου σε ρητίνη, προκειμένου να παραχθεί ικανή ποσότητα προϊόντος για να καλυφθεί το κόστος και να έχει συμφέρον όλη η δουλειά.
Αφού λοιπόν είχε τοποθετηθεί το δαδί, σκεπαζότανε με φτέρη και κατόπιν με στρώμα χώματος πάχους 2 εκατοστών, έτσι ώστε η καύση του να είναι ατελής, με ελάχιστη ποσότητα οξυγόνου γιατί σε αντίθετη περίπτωση το δαδί θα φλεγόταν χωρίς να παραχθεί κατράνι.
Η χωμάτινη γούρνα στον πυθμένα και στα πλαϊνά τοιχώματα καλύπτονταν με ειδική λάσπη προκειμένου να μην απορροφάται το παραγόμενο προϊόν και να ρέει στο κάτω μέρος, όπου μέσω της ειδικής ξύλινης σωλήνας (βλάχ. τίλου) διοχετεύονταν το κατράνι στη δεξαμενή συγκέντρωσης.
Η κρυφή καύση της πρώτης ύλης διαρκούσε περίπου δέκα ημέρες, ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα του δαδιού και φυσικά ανάλογα με τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες. Κύριο μέλημα του κατρανά ήταν να μην οξυγονωθεί η καύση και ανάψει η φλόγα. Η φλόγα σήμαινε αποτυχία και καταστροφή. Γι’ αυτό, μέρα νύχτα έπρεπε να επιτηρεί τη διαδικασία της καύσης, ρίχνοντας αμέσως χώμα στην παραμικρή εστία φλόγας που θα δημιουργούνταν.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, το κατράνι τοποθετούνταν σε ασκιά από δέρμα κατσίκας (βλάχ. κιάλι τρ κατράνι) κι ο κατρανάς άρχιζε το μεγάλο ταξίδι στην ενδοχώρα  και στα Βαλκάνια για την πώληση του προϊόντος.
Το ασκί εξυπηρετούσε και πρακτικά γιατί το μπροστινό πόδι του δέρματος λειτουργούσε ως κάνουλα για την εξαγωγή του περιεχόμενου κατρανιού.
Κύριοι αγοραστές ήταν οι κτηνοτρόφοι που χρησιμοποιούσαν το κατράνι για την επούλωση και θεραπεία των πληγών των ζώων καθώς και για την αποτελεσματική απώθηση των εντόμων που αποτελούσαν τους κατ’ εξοχήν φορείς μετάδοσης των ζωονόσων αλλά και των ανθρωπονόσων. Σύμφωνα δε με σύγχρονες απόψεις ειδικών το κατράνι θα μπορούσε και σήμερα να χρησιμοποιηθεί για την πρόληψη του καταρροϊκού πυρετού των προβάτων  καθότι η επάλειψή τους με κατράνι θα απωθούσε αποτελεσματικά τα κουνούπια που μεταφέρουν και μεταδίδουν τη νόσο.
Δεύτερη κατηγορία αγοραστών ήταν οι φαρμακευτικές εταιρίες που το χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή φαρμάκων και αλοιφών προς καταπολέμηση δερματικών παθήσεων, εκζεμάτων, ψωριάσεων, μυκητιάσεων, καθώς και θεραπείας πληγών από χρόνιες κατακλίσεις. Τρίτη κατηγορία αγοραστών ήταν οι κατασκευαστές πλοίων και άλλων ενάλιων κατασκευών, καθότι το κατράνι αποτελεί ισχυρό αδιάβροχο λιπαντικό και στεγανοποιητικό μέσον.
Σήμερα βεβαίως η παραδοσιακή παραγωγή του κατρανιού έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί. Οι θεραπευτικές του ιδιότητες έχουν αντικατασταθεί από το χημικό κατράνι που παρασκευάζεται στο εργαστήριο.
Εμείς, οι απόγονοι των κατρανάδων Μπριαζιωτών, έχουμε υποχρέωση να αναδείξουμε τον κατρανά και το κατράνι και ως στοιχείο πρόκλησης ενδιαφέροντος μέσω της πειραματικής και μουσειακής παραγωγής του αλλά και ως στοιχείο της πλούσιας πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

-Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από το περιοδικό ΚΟΝΙΤΣΑ, τ. 181.
-Δείγμα κατραμιού υπάρχει στο Λαογραφικό Μουσείο Αγίας Παρασκευής προσφορά του Αχιλλέα Μπέτζιου.
-Για την αντιγραφή: Δημ. Τέλλης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου